Οι επιστήμονες εξέτασαν την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων και βρήκαν ότι το ελαφρύ γάλα συνδέεται με λιγότερο σπλαχνικό λίπος. Δεν διαπιστώθηκε κάτι ανάλογο με άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα όπως π.χ. το γιαούρτι και το τυρί. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι η συσχέτιση αυτή είναι αιτιώδης.
Η έρευνα παρουσιάστηκε στη ετήσια Συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας (11-15 Σεπτεμβρίου 2017).
Οι επικεφαλής της μελέτης Eirini Trichia, Fumiaki Imamura και Nita Forouhi από τη Μονάδα Επιδημιολογίας του Συμβουλίου Ιατρικών Ερευνών (MRC) του Πανεπιστημίου του Cambridge στο Ηνωμένο Βασίλειο αξιολόγησαν τη σχέση μεταξύ κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων και ορισμένων δεικτών σωματικής σύνθεσης σε πάνω από 12.000 ενήλικες (ηλικίας 30 έως 65 ετών) που συμμετείχαν στη μελέτη Fenland.
Η μελέτη Fenland είναι μια πληθυσμιακή μελέτη ενηλίκων στο Ηνωμένο Βασίλειο που προσελήφθησαν μεταξύ των ετών 2005 και 2015.
Οι καθημερινές μερίδες των διαφόρων γαλακτοκομικών προϊόντων αξιολογήθηκαν από τα ερωτηματολόγια συχνότητας φαγητού. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν σαρώσεις ακτίνων Χ διπλής ενέργειας και υπέρηχοι για τη μέτρηση της σύστασης του σώματος των συμμετεχόντων. Αυτοί οι δείκτες περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, την αναλογία του σπλαχνικού λίπους προς στον υποδόριο λιπώδη ιστό.
Το σπλαχνικό λίπος, το οποίο περιβάλλει τα όργανα του σώματος στην κοιλιακή περιοχή έχει συνδεθεί με υψηλότερα ποσοστά καρδιομεταβολικής νόσου, ενώ το υποδόριο λίπος (κάτω από το δέρμα) είναι πιο αδρανές.
Η κατανάλωση των γαλακτοκομικών προϊόντων συνολικά αλλά και αυτών με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, δεν συσχετίστηκαν με κανένα δείκτη σωματικής σύνθεσης, όταν ελήφθησαν υπόψη και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία.
Αντίθετα, η κατανάλωση γάλατος χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά συσχετίστηκε με χαμηλότερη αναλογία σπλαχνικού λίπους. Ωστόσο, αυτή η προστατευτική συσχέτιση δεν παρατηρήθηκε για άλλους τύπους γαλακτοκομικών προϊόντων όπως το γιαούρτι, το τυρί, το βούτυρο και το παγωτό. Αφορούσε μόνο το γάλα.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι η κατανάλωση ενός ποτηριού γάλατος χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά την ημέρα συνδέεται με υψηλότερη άλιπη μάζα σώματος (330 γραμμάρια κατά μέσο όρο).
Δεν είναι εύκολο να ερμηνευτούν αυτά τα αποτελέσματα.
Οι συντάκτες είπαν ότι τα προκαταρκτικά συμπεράσματα υποδεικνύουν έναν πιθανό τρόπο με τον οποίο τα χαμηλά λιπαρά στο γάλα συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο μεταβολικών διαταραχών που σχετίζονται με την παχυσαρκία: το σπλαχνικό λίπος σε σχέση με το υποδόριο λίπος και την άλιπη μάζα του σώματος. Η μελέτη δεν μπορεί να δείξει μια αιτιώδη συσχέτιση. Οι ερευνητές σκοπεύουν να διεξάγουν περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιώσουν τα συμπεράσματα σε μελλοντικές αναλύσεις.