Έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science βρήκε ότι το 75% των δειγμάτων μελιών από όλες τις ηπείρους του πλανήτη περιέχουν νεονικοτινοειδή εντομοκτόνα (στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα φυτοφάρμακα acetamiprid, clothianidin, dinotefuran, fipronil, imidacloprid, nitenpyram, thiacloprid, thiamethoxam). Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο καθώς οι μέλισσες απορροφούν αυτά τα φυτοφάρμακα.
Τα νεονικοτινοειδή είναι πολύ αποτελεσματικά γιατί ψεκάζονται στους σπόρους των φυτών πριν αυτοί φυτευτούν στο χώμα και καθώς το φυτό αναπτύσσεται, κάθε μέρος του περιέχει το εντομοκτόνο ακόμα και το νέκταρ ή η γύρη.
Όμως γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, τα νεονικοτινοειδή φαίνεται πως αποτελούν την αιτία της μείωσης του αριθμού των μελισσών που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια σε όλο τον πλανήτη.
Ο αφανισμός των μελισσών είναι γεγονός. Οι αποικίες μελισσών στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη έχουν μειωθεί κατά 30% ενώ στη Μέση Ανατολή η μείωση αγγίζει και το 85%.
Τα νεονικοτινοειδή εμφανίσθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και σήμερα αποτελούν το ένα τρίτο περίπου της παγκόσμιας αγοράς παρασιτοκτόνων φυτοφαρμάκων. Λέγονται έτσι διότι βασίζονται στη χημική δομή της νικοτίνης η οποία είναι ένα φυσικό εντομοκτόνο που δρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα των εντόμων. Χρησιμοποιούνται σε πολλές καλλιέργειες όπως στην ελαιοκράμβη, στα σιτηρά, στο βαμβάκι, στο καλαμπόκι και στους ηλίανθους.
Εκτός από τα παράσιτα, και οι μέλισσες απορροφούν τα νεονικοτινοειδή μαζί με τη γύρη και το νέκταρ των φυτών, κάτι που τις επηρεάζει. Τον Ιούνιο του 2017 μια μελέτη ανέφερε ότι τα νεονικοτινοειδή μειώνουν τις πιθανότητες επιβίωσης των μελισσών κατά τη διάρκεια του χειμώνα και απειλούν ιδιαίτερα τη βασίλισσα, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την αναπαραγωγή.
Το πρόβλημα είναι ευρύτερο διότι οι μέλισσες παίζουν σημαντικό ρόλο σε ένα ευρύ φάσμα των οικοσυστημάτων ως επικονιαστές. Και άλλα έντομα επηρεάζονται όπως οι αγριομέλισσες και οι πεταλούδες.
Υπό απαγόρευση τρια φυτοφάρμακα στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ερευνητές του ελβετικού Πανεπιστημίου Neuchâtel συνέλεξαν 198 δείγματα μελιού από τοπικούς παραγωγούς σε όλες τις ηπείρους και τα ανέλυσαν ως προς την περιεκτικότητα των πιο γνωστών νεονικοτινοειδών.
Η μελέτη βρήκε ότι στο 34% των μελιών που εξετάστηκαν η ποσότητα των νεονικοτινοειδών είναι αρκετή για να βλάψει τις μέλισσες.
Στο 30% των μελιών βρέθηκε ένα μόνο νεονικοτινοειδές, ενώ στο 45% ανιχνεύθηκε ένα «κοκτέιλ» από δύο ή περισσότερα νεονικοτινοειδή.
Το 10% των μελιών περιείχαν τέσσερις ή πέντε τέτοιες ουσίες.
Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις νεονικοτινοειδών βρέθηκαν στα μέλια της Βόρειας Αμερικής (στο 86% των δειγμάτων), της Ασίας (80%) και της Ευρώπης (79%), όπου τα εν λόγω φυτοφάρμακα έχουν εν μέρει απαγορευθεί από το 2013.
Η μικρότερη περιεκτικότητα διαπιστώθηκε στα μέλια της Νότιας Αμερικής (57%).
Βρέθηκαν ίχνη των εν λόγω χημικών ουσιών ακόμη και σε μέλια από απομακρυσμένα μέρη, όπως σε νησιά στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού.
“Δεν αποτελεί έκπληξη ότι βρίσκονται νεονικοτινοειδή στο μέλι. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το μαντέψει αυτό», είπε ο κύριος συγγραφέας Edward Mitchell, βιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Neuchâtel στην Ελβετία. “Τώρα όμως έχουμε έναν παγκόσμιο χάρτη της κατάστασης”.
Ο Alexandre Aebi, ένας επιστήμονας από το Πανεπιστήμιο του Neuchâtel ο οποίος συμμετείχε στη μελέτη, ανέφερε ότι η έρευνα αυτή επιβεβαίωσε τους φόβους της ομάδας του: ότι η πλειονότητα των δειγμάτων έχουν μολυνθεί από τουλάχιστον ένα μόριο. “Σοκαρίστηκα που είδα ότι δεν υπάρχει περιοχή στον κόσμο που να μην είναι εκτεθειμένη στα νεονικοτινοειδή”, είπε.
Πάντως, οι ποσότητες που βρέθηκαν θεωρούνται εντός των ορίων ασφαλείας για τον άνθρωπο και οι επιστήμονες είπαν ότι τα ευρήματα δεν πρέπει να ανησυχήσουν όσους τρώνε μέλι. Σύμφωνα με τον Μίτσελ, η μεγάλη πλειονότητα των δειγμάτων δεν αντιπροσωπεύει κίνδυνο για τους καταναλωτές. Τα νεονικοτινοειδή ήταν αρκετά κάτω από το ασφαλές όριο, συνεπώς οι ερευνητές δεν θεωρούν ότι αποτελούν σημαντική πηγή ανησυχίας για τη δημόσια υγεία.
Οι μέλισσες ωστόσο βασίζονται στο μέλι για την τροφή τους και αυτό είναι ανησυχητικό.
Να σημειωθεί ότι το 2013, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγόρευσε για δύο χρόνια τη χρήση τριών τέτοιων φυτοφαρμάκων (clothianidin, imidacloprid και thiamethoxam) σε ορισμένες καλλιέργειες.