Έχει γίνει γνωστό τα τελευταία χρόνια ότι οι υγιείς άνθρωποι που καταναλώνουν υψηλά επίπεδα ζάχαρης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων. Τα διατροφικά σάκχαρα συνδέονται με ανάπτυξη της μη αλκοολικής λιπαρής ηπατικής νόσου (NAFLD) και την δυσλιπιδαιμία.
Η συσσώρευση λίπους στο ήπαρ, μια πάθηση που σχετίζεται με την παχυσαρκία, θεωρείται επιβλαβής. Η NAFLD έχει συνδεθεί με ηπατικές νόσους, με το μεταβολικό σύνδρομο, με αυξημένα τριγλυκερίδια και ανωμαλίες στις λιποπρωτεΐνες του αίματος, γνωστές ως φαινότυπος αθηρογενών λιποπρωτεϊνών (ALP).
Τα αυξημένα τριγλυκερίδια προωθούν τη δυσλιπιδαιμία μέσω της αναδιαμόρφωσης των λιποπρωτεϊνών χαμηλής και υψηλής πυκνότητας (LDL και HDL) που μετατρέπονται σε πιο μικρά και πυκνά σωματίδια, κάτι που προωθεί την αθηροσκλήρωση.
Η ζάχαρη, και γενικά οι υδατάνθρακες, αυξάνουν τα τριγλυκερίδια νηστείας και έτσι ενισχύουν τη δυσλιπιδαιμία. Είναι όμως άγνωστο αν η ίδια η NAFLD επηρεάζει με τη σειρά της την επίδραση που έχει η ζάχαρη στον οργανισμό.
Μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο Surrey διαπίστωσε ότι μια ομάδα υγιών ατόμων απέκτησαν αυξημένα επίπεδα λίπους στο συκώτι τους αφού είχαν καταναλώσει για 12 εβδομάδες μια διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη.
Βρήκε επίσης ότι το λιπαρό συκώτι, όταν ήδη υπάρχει, επηρεάζει την επίδραση της ζάχαρης. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Clinical Science.
Η ζάχαρη αυξάνει το λίπος στο συκώτι ακόμα και χωρίς υπερφαγία
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Διατροφικού Μεταβολισμού Bruce Griffin, αξιολόγησαν την επίδραση της διατροφής σε δύο ομάδες ανδρών ηλικίας 40-65 ετών που ήταν γενικά υπέρβαροι αλλά όχι παχύσαρκοι.
Η πρώτη ομάδα (11 άνδρες) είχε υψηλά επίπεδα λίπους στο συκώτι τους ενώ η δεύτερη ομάδα (14 άνδρες) είχε χαμηλά επίπεδα. Οι δύο ομάδες είχαν κατά τα άλλα ίδια χαρακτηριστικά εκτός από το γεγονός ότι οι άνδρες με NAFLD είχαν κατά 42% υψηλότερα τριγλυκερίδια.
Οι συμμετέχοντες έπρεπε να ακολουθήσουν μια δίαιτα είτε υψηλής είτε χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη. Η δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη δεν παρείχε περισσότερες από 140 θερμίδες την ημέρα από τη ζάχαρη -αυτή είναι η συνιστώμενη ποσότητα πρόσληψης της ζάχαρης- ενώ η δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη παρείχε 650 θερμίδες από τη ζάχαρη. Οι δύο δίαιτες παρείχαν συνολικά τις ίδιες θερμίδες αλλά στη μία οι θερμίδες από τη ζάχαρη αναλογούσαν στο 26% επί της συνολικής πρόσληψης ενέργειας και στην άλλη στο 6%.
Οι εθελοντές με λιπαρό συκώτι που κατανάλωναν πολλή ζάχαρη παρουσίασαν αλλαγές στο μεταβολισμό του λίπους που σχετίζονται με μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακής νόσου. Παρόμοιες αλλαγές -και αυτό είναι ένα ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης- παρατηρήθηκαν και στους υγιείς άνδρες οι οποίοι εμφάνισαν υψηλά επίπεδα λίπους στο συκώτι τους όταν ακολούθησαν τη διατροφή με πολλή ζάχαρη.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι το αυξημένο λίπος στο ήπαρ μπορεί να επηρεάσει τις επιδράσεις μιας υψηλής πρόσληψης σακχάρων στον λιπιδικό μεταβολισμό.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο της μελέτης είναι ότι έδειξε πως το λιπαρό συκώτι μπορεί να προέλθει από την πολλή ζάχαρη ακόμα και όταν οι συνολικές θερμίδες δεν είναι πολλές. Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι υπερενεργειακές δίαιτες, υψηλές σε σάκχαρα, αυξάνουν το λίπος στο ήπαρ σε υγιείς άνδρες, αλλά υπάρχουν λιγότερες ενδείξεις ότι οι ισοενεργές δίαιτες, με υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα, ασκούν το ίδιο αποτέλεσμα. Ωστόσο έχει αναφερθεί στο παερελθόν ότι μια διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε φρουκτόζη (στο 25% των θερμίδων) αύξησε το λίπος στο συκώτι κατά 137% σε υγιείς άνδρες χωρίς αύξηση του σωματικού βάρους. Πάντως, το λίπος του ήπατος είναι πολύ ευαίσθητο στο αυξημένο σωματικό βάρος ως απόκριση στα διαιτητικά σάκχαρα.
«Η μελέτη παρέχει νέα στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η υψηλή κατανάλωση ζάχαρης μπορεί να αλλάξει τον μεταβολισμό του λίπους με τρόπο που αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου», ανέφερε ο καθηγητής Griffin. Ο ίδιος είπε ότι τα ευρήματα είναι ανησυχητικά δεδομένου ότι αυξάνει η συχνότητα της μη αλκοολικής λιπώδους ηπατοπάθειας σε παιδιά και ενήλικες.