Τη δημιουργία ενός ειδικού Σώματος εμπειρογνωμόνων για τα ιατρικά λάθη, προωθεί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Αυτό τόνισε ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, σε παρέμβασή του σε ημερίδα στο Ρέθυμνο για τα ιατρικά λάθη με θέμα «Ιατρική πράξη και ιατρική ευθύνη» που συνδιοργάνωσε ο Ιατρικός Σύλλογος Ρεθύμνου, η Ένωση γιατρών ΕΣΥ και ο Δικηγορικός Σύλλογος Ρεθύμνου.
Ο κ. Ξανθός ανέφερε ότι η πλειονότητα των ιατρικών λαθών, συμβαίνει στο χώρο των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), όπου υπάρχει πίεση και ακριβώς για αυτό το λόγο, χρειάζεται εκεί, η παρέμβαση. Έτσι το Υπουργείο Υγείας προωθεί την αυτόνομη συγκρότηση και στελέχωση των ΤΕΠ (Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών) με στοχευμένη προκήρυξη 465 θέσεων μόνιμων γιατρών ΕΣΥ, με τριετή εξειδίκευση στην Επείγουσα Ιατρική.
Η συζήτηση για το ιατρικό λάθος συνιστά ευκαιρία για δομικές αλλαγές στο ΕΣΥ και στην οργάνωση του, καθώς και στην ιατρική-νοσηλευτική εκπαίδευση, υποστήριξε ο κ. Ξανθός ο οποίος αναγνώρισε την ανάγκη να δημιουργηθεί εντός του ΕΣΥ ένα σύστημα ανίχνευσης, καταγραφής και ανάλυσης των ιατρικών λαθών, όχι για να αναζητηθούν ευθύνες αλλά για να δημιουργηθούν δικλείδες ασφαλείας και μηχανισμοί αποτροπής του.
Επίσης το Υπουργείο Υγείας επεξεργάζεται την πρόταση θεσμοθέτησης ενός μηχανισμού προδικαστικού ελέγχου των καταγγελιών για τα ιατρικά λάθη από ένα ειδικό σώμα εμπειρογνωμόνων, περιορίζοντας έτσι τη «βιομηχανία» μηνύσεων και διεκδίκησης αποζημιώσεων από γιατρούς ή από το Σύστημα Υγείας, που αρχίζει να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και στη χώρα μας.
Το ζήτημα της αντιμετώπισης του ιατρικού λάθους είναι πάνω απ’ όλα ζήτημα αναβάθμισης του Συστήματος Υγείας, καλύτερης οργάνωσης και αξιολόγησης των δομών και των υπηρεσιών του και σεβασμού της ανάγκης ασφαλούς φροντίδας των ασθενών, επεσήμανε ο κ. Ξανθός.
Στην παρέμβαση, ο Υπουργός Υγείας ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Η συζήτηση για το ιατρικό λάθος, για την αυξανόμενη τάση δικαστικών προσφυγών και τη συνεπακόλουθη «αμυντική ιατρική», οφείλει να παίρνει υπ’όψιν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι καθημερινά στο Σύστημα Υγείας σώζονται ανθρώπινες ζωές, παρέχεται αξιόπιστη φροντίδα, διενεργούνται με επιτυχία δύσκολες χειρουργικές επεμβάσεις ή εξειδικευμένες θεραπείες, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής και το προσδόκιμο επιβίωσης χιλιάδων ασθενών. Αυτή η προσέγγιση έχει ιδιαίτερη αξία για το Δημόσιο Σύστημα Υγείας το οποίο, χάρις στο φιλότιμο και την ευσυνειδησία του προσωπικού του και παρά τα προβλήματα και τις αντιξοότητες, εξακολουθεί να είναι όρθιο, λειτουργικό, και αποτελεσματικό.
Είναι γεγονός επίσης ότι η πλειονότητα των ιατρικών λαθών συμβαίνει στο χώρο των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), όπου λόγω της συσσώρευσης μεγάλου όγκου περιστατικών, της εργασιακή πίεσης και των οριακών αντοχών του προσωπικού, δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για mall practice που συνήθως δεν οφείλεται σε ανεπάρκεια των ανθρώπων αλλά σε διαχρονικές ανεπάρκειες και ελλείμματα του Συστήματος.
Σ’ αυτή ακριβώς την κατεύθυνση κινείται το Υπουργείο Υγείας. Υλοποιεί την αυτόνομη συγκρότηση και στελέχωση των ΤΕΠ με στοχευμένη προκήρυξη 465 θέσεων μόνιμων γιατρών ΕΣΥ, με προώθηση της 3ετους εξειδίκευσης στην Επείγουσα Ιατρική, με οργάνωση συστήματος διαλογής (triage) στα ΤΕΠ για την πρωτεραιοποίηση και καλύτερη διαχείριση των περιστατικών, με έμφαση στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, στα διαγνωστικά και θεραπευτικά πρωτόκολλα και στις αρχές της τεκμηριωμένης και βάσει ενδείξεων ιατρικής φροντίδας. Κρίσιμο ρόλο προφανώς θα έχει στην αποσυμφόρηση των ΤΕΠ η οργάνωση του νέου μοντέλου υπηρεσιών ΠΦΥ και το «φίλτρο» στη συρροή περιστατικών πρωτοβάθμιου χαρακτήρα μέσω της ενίσχυσης των σημερινών δομών ΠΦΥ και της 24ωρης λειτουργία περισσότερων Κέντρων Υγείας στα αστικά κέντρα.
Η ενιαιοποίηση και αναβάθμιση της εκπαίδευσης των ειδικευομένων που είναι σε εξέλιξη με πρωτοβουλία του ΚΕΣΥ, η διασφάλιση της παρουσίας ειδικευμένων γιατρών στο ΤΕΠ και η επιστημονική-επαγγελματική διέξοδος για τους νέους γιατρούς στο πεδίο της επείγουσας ιατρικής και της ΠΦΥ, μπορεί να συμβάλλει στον περιορισμό του brain drain, στην καλύτερη κάλυψη με ειδικευόμενους ιδιαίτερα στα επαρχιακά νοσοκομεία και στον περιορισμό της «αμυντικής ιατρικής» και της κατάχρησης μη αναγκαίων διαγνωστικών και θεραπευτικών παρεμβάσεων, διασφαλίζοντας έτσι την πρόληψη ιατρογενών συμβαμάτων, τη βιωσιμότητα του Συστήματος Υγείας αλλά κυρίως την ποιότητα της περίθαλψης και την υγεία των πολιτών».