Την καρδιακή συχνότητα την μετράμε με τους σφυγμούς μας, ακουμπώντας τα δάχτυλά μας στον καρπό ή στον λαιμό.
Όταν η καρδιά χτυπά στέλνοντας αίμα στην αορτή, δημιουργείται ένα κύμα πίεσης που εξαπλώνεται στις αρτηρίες του σώματος με σχετικά μεγάλη ταχύτητα, περίπου 150-175 εκατοστά το δευτερόλεπτο. Αυτό διαστέλλει τα αρτηριακά τοιχώματα και γίνεται αντιληπτό ψηλαφώντας την πίεση του αίματος με τη μορφή του σφυγμού.
Όλα τα ζώα έχουν καρδιά η οποία όμως μπορεί να χτυπά με πολύ διαφορετικό ρυθμό ανάλογα με το είδος. Σε γενικές γραμμές, όσο μικρότερο είναι το μέγεθος ενός ζώου τόσο πιο πιθανό είναι η καρδιά του να χτυπάει πιο συχνά σε κατάσταση ηρεμίας. Η καρδιά ενός καναρινιού χτυπάει 1.000 φορές το λεπτό, ενός ποντικιού 670 φορές, ενός περιστεριού 180 φορές και μιας τοξοκέφαλης φάλαινας περίπου 10 φορές. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, για παράδειγμα, έχει βρεθεί μια αράχνη της οποίας η καρδιά χτυπάει μόνο 9 φορές το λεπτό.
Στον άνθρωπο, η καρδιά ενός εμβρύου 10ης εβδομάδας χτυπάει 170 φορές το λεπτό και ενός νεογέννητου βρέφους 130 φορές όσο και ενός 12άμηνου μωρού. Στην ηλικία των 5 ετών διαπιστώνονται 96 σφυγμοί ανά λεπτό, στην πρώιμη εφηβεία πέφτουν στους 78-83 και στην ενηλικίωση φτάνουν τους 70. Η γυναικεία καρδιά είναι κατά 2-3 σφυγμούς ταχύτερη φτάνοντας τους 71 το λεπτό ενώ οι άνδρες έχουν 69. Κατά την εγκυμοσύνη, η καρδιά της γυναίκας μπορεί να δίνει 6 χτύπους παραπάνω.
Σύμφωνα με μια μεγάλη αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2011 και μέτρησε την καρδιακή συχνότητα σε 35.302 υγιή άτομα το διάστημα 1999-2008, διαπίστωσε ότι μετά την ενηλικίωση οι σφυγμοί σταθεροποιούνται στους 65-75 παλμούς για το υπόλοιπο της ζωής [1]. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει τον μέσο όρο των καρδιακών παλμών ανά ηλικία στους άνδρες ενώ παρόμοιο είναι και το αντίστοιχο διάγραμμα για τις γυναίκες. Ένα 5% των ανθρώπων έχει γύρω στους 50-55 καρδιακούς παλμούς ενώ ένα άλλο 5% έχει γύρω στους 90.
Ως φυσιολογικές τιμές συνήθως χαρακτηρίζονται αυτές που βρίσκονται πέριξ των μέσων όρων. Συχνά όμως οι μέσες τιμές δεν είναι οι άριστες. Αυτό συμβαίνει επειδή προκύπτουν από μεγάλα δείγματα ανθρώπων τα οποία περιλαμβάνουν τους πάντες άρα και αυτούς που έχουν κακές συνήθειες τρόπου ζωής ή διατροφής. Στην παραπάνω πολυπληθή μελέτη, η μέση τιμή βρέθηκε πως ήταν 72 χτύποι ανά λεπτό αλλά αυτή είναι μάλλον “τσιμπημένη” καθώς στο δείγμα περιλαμβάνονται αυτοί που καπνίζουν, πίνουν πολύ αλκοόλ, πίνουν πολύ καφέ, είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, κάνουν καθιστική ζωή, έχουν έλλειψη ύπνου και υψηλά τριγλυκερίδια, καταστάσεις που συνδέονται με αυξημένο καρδιακό ρυθμό.Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η καρδιά ενός μέσης φυσικής κατάστασης νεαρού άνδρα χτυπά 66 φορές το λεπτό αλλά αν καπνίζει πρέπει να προστεθούν 6 χτύποι – τόσοι πρέπει να προστεθούν και σε μια γυναίκα που καπνίζει. Η καρδιά των παχύσαρκων μπορεί να δίνει 8-10 χτύπους παραπάνω αλλά αυτό εξαρτάται από τον αριθμό των περιττών κιλών.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις καταστάσεις, το συμπέρασμα είναι ότι ο “υγιής” μέσος όρος είναι πιθανότατα γύρω στους 60-65 σφυγμούς. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι με βάση τα στοιχεία από τις πιο σύγχρονες μελέτες, ότι ένα εύρος ±10 σφυγμών γύρω από το μέσο όρο, δηλαδή από 55 μέχρι 75 είναι η φυσιολογική καρδιακή συχνότητα στους ενήλικες σε κατάσταση ηρεμίας.
Καρδιακή συχνότητα και κίνδυνος θανάτου
Μια μέτρηση γύρω στους 60 σφυγμούς ανά λεπτό είναι ικανοποιητική αλλά δεν είναι η τέλεια. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν πως για κάθε 10 παραπάνω χτύπους το λεπτό, ο κίνδυνος θανάτου από κάθε αιτία αυξάνεται κατά 17%. Δηλαδή ένας άνθρωπος που έχει 65 χτύπους το λεπτό έχει 34% αυξημένη πιθανότητα θανάτου σε σχέση με έναν άνθρωπο που έχει 45 χτύπους το λεπτό. Κι αυτό παρότι το 45 βρίσκεται κάτω από το φυσιολογικό όριο του μέσου ανθρώπου καθώς συναντάται συνήθως σε αθλητές.
Για το μέσο αγύμναστο άνθρωπο, οι 45 σφυγμοί υποδηλώνουν βραδυκαρδία. Κάτω από 50 σφυγμούς στο μέσο άνθρωπο μπορεί να σημαίνει ότι η καρδιά δεν στέλνει ικανοποιητική ποσότητα αίματος στους ιστούς και μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα δύσπνοιας, κόπωσης, ζαλάδας, αίσθημα λιποθυμίας ή ακόμα και στηθάγχη. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στους αθλητές διότι έχουν αυξημένο όγκο παλμού, δηλαδή η σύσπαση της καρδιάς τους είναι αρκετά ισχυρή με αποτέλεσμα να μειώνεται ο καρδιακός ρυθμός. Για παράδειγμα, ο Ισπανός ποδηλάτης Miguel Indurain, ο οποίος κέρδισε πέντε φορές στον γύρο της Γαλλίας, βρέθηκε να έχει 28 σφυγμούς το λεπτό σε κατάσταση ηρεμίας. Το συμπέρασμα είναι ότι τα άτομα που έχουν χαμηλούς σφυγμούς χωρίς να παρουσιάζουν συμπτώματα δεν πρέπει να ανησυχούν, διότι στην πραγματικότητα έχουν μικρότερο κίνδυνο θνησιμότητας.
Με βάση μια μετα-ανάλυση που δημοσιεύθηκε το 2017 γύρω από το θέμα η οποία περιέλαβε 57 μελέτες και πάνω από 134.000 θανάτους ανάμεσα σε 1,8 εκατομμύρια άτομα, υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ καρδιακού ρυθμού ηρεμίας και κινδύνου θνησιμότητας. Για κάθε αύξηση κατά 10 χτύπους ανά λεπτό, διαπιστώθηκε αύξηση για στεφανιαία νόσο κατά 7%, για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο 9%, για καρδιακή ανεπάρκεια 18%, για συνολικά εγκεφαλικά επεισόδια 6%, για καρδιαγγειακές παθήσεις 15%, για καρκίνο 15% και για τη θνησιμότητα από κάθε αιτία 17%. Ο σχετικός κίνδυνος θανάτου από κάθε αιτία απεικονίζεται στο παρακάτω διάγραμμα [2].
Οι σφυγμοί ανάπαυσης συνδέονται με το προσδόκιμο ζωής αλλά δεν είναι κατανοητό το γιατί. Μια σκέψη είναι ότι χτυπώντας πιο συχνά η καρδιά κάποια στιγμή κουράζεται και αυτό έχει δυσμενείς επιπτώσεις. Αν οι καρδιές δύο 20άχρονων ανθρώπων χτυπούν η μία με ρυθμό 65 φορές το λεπτό και η άλλη 95 φορές, η διαφορά ανέρχεται σε 1.800 χτύπους την ώρα, σε 43.200 χτύπους το 24ώρο και σε 15.768.000 το χρόνο. Μετά από 40 χρόνια, η πρώτη καρδιά θα έχει εξοικονομήσει 630 εκατομμύρια χτύπους, δηλαδή μια πορεία 20 ετών.Το πρόβλημα βέβαια μπορεί να μην εμφανίζεται στην ίδια την καρδιά διότι αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα όργανα του σώματος. Μπορεί να υπάρχει επίπτωση στις αρτηρίες οι οποίες φθείρονται περισσότερο καθώς κάθε φορά που η καρδιά συσπάται στέλνει 70 ml αίματος να συγκρουστούν με τα τοιχώματά των αρτηριών. Να σημειωθεί ότι όπως και στην περίπτωση της αρτηριακής πίεσης, ο καρδιακός ρυθμός φαίνεται να είναι πιο συχνός στους ανθρώπους που έχουν στενότερη αορτή.
Μια άλλη σκέψη είναι ότι ένας γρήγορος καρδιακός ρυθμός υποδεικνύει υπερδιέγερση του αυτόνομου νευρικού συστήματος το οποίο εμπλέκεται σε μια ευρεία ποικιλία καταστάσεων. Οι ανεβασμένοι σφυγμοί ηρεμίας ίσως αντανακλούν μια υπερκινητικότητα στο παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα.
Μείωση σφυγμών τα τελευταία χρόνια
Παρότι σήμερα το φυσιολογικό εύρος σφυγμών μπορεί να θεωρηθεί πως είναι μεταξύ 55-75 ανά λεπτό, παλιότερα, αναφερόταν ως φυσιολογικό το εύρος των 60-100 σφυγμών και στη συνέχεια το εύρος των 60-80 σφυγμών. Σήμερα ωστόσο, πάνω από 80 σφυγμοί ανά λεπτό θεωρούνται μια πτωχή επίδοση.
Πρέπει να σημειωθεί ότι όσο πιο πρόσφατες είναι οι μελέτες τόσο χαμηλότερες τιμές καρδιακών παλμών καταγράφουν, κάτι που έχει προβληματίσει τους ερευνητές. Για παράδειγμα, στη μελέτη Multi-Ethnic Study of Atherosclerosis η οποία περιέλαβε 5.831 άνδρες και γυναίκες ηλικίας 45-84 ετών για πάνω από 10 χρόνια, οι σφυγμοί ανά λεπτό μετρήθηκαν στους 63, κατά μέσο όρο.
Μια πολύ καλή νορβηγική μελέτη, η Tromsø Study, που παρακολούθησε πάνω από 20.000 άτομα από το 1986 βρήκε ότι οι σφυγμοί τους έπεσαν διαχρονικά. Διαπιστώθηκε ότι οι σφυγμοί ηρεμίας στους άνδρες ήταν 73,4 το 1986, 71,4 το 1994, 69,1 το 2001 και 64,7 το 2007. Για τις γυναίκες η πτώση ήταν από τους 78,3 σφυγμούς στους 66,4 το ίδιο χρονικό διάστημα. Μια γαλλική μελέτη επίσης διαπίστωσε ανάλογη πτωτική τάση.
Δεν είναι σαφές γιατί υπάρχει αυτή τη μείωση αλλά είναι πολύ πιθανόν να καταγράφεται η ίδια τάση σε πολλούς πληθυσμούς. Το γεγονός αυτό βρίσκεται υπό διερεύνηση. Μια πιθανή αιτία μπορεί να είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη διατροφή π.χ. μια δίαιτα χαμηλή σε νάτριο και υψηλή σε κάλιο (όπως η δίαιτα DASH) έχει αναφερθεί ότι μειώνει τον καρδιακό ρυθμό. Το ίδιο έχει αναφερθεί και για τα ωμέγα-3 λιπαρά (EPA και DHA ) που βρίσκονται στα ψάρια.
Πηγές: 1. Resting Pulse Rate Reference Data for Children Adolescents and Adults United States 1999 2008. 2. Resting heart rate and the risk of cardiovascular disease, total cancer, and all-cause mortality – A systematic review and dose response meta-analysis of prospective studies.