Είναι γνωστό ότι ορισμένα άτομα έχουν μια καλύτερη αίσθηση της μυρωδιάς.
Τώρα, μια νέα μελέτη σε 37 εφήβους παρέχει την πρώτη απόδειξη ότι σε κάθε άτομο, η ευαισθησία της μυρωδιάς ποικίλλει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το μοτίβο ακολουθεί τον εσωτερικό κύκλο ημέρας-νύχτας του σώματος, δηλαδή τον κιρκάδιο ρυθμό.
“Αυτό το εύρημα είναι πολύ σημαντικό για την επιστήμη οσφρητικής αντίληψης”, δήλωσε η Rachel Herz, επικεφαλής της μελέτης και επίκουρη καθηγήτρια ψυχιατρικής και ανθρώπινης συμπεριφοράς στην Ιατρική Σχολή Warren Alpert του Brown University. “Πρόκειται για νέα γνώση”, συμπλήρωσε.
Ως μία από τις πέντε αισθήσεις, η οσμή δίνει μια σημαντική δυνατότητα, όχι μόνο για να βιώνει και να απολαμβάνει κανείς τον κόσμο, αλλά και για να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο, όπως μια κοντινή φωτιά ή ένα αλλοιωμένο φαγητό. Οι αλλαγές της αίσθησης της οσμής κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορούν να επηρεάσουν αυτές τις δυνατότητες.
Η μυρωδιά σχετίζεται επίσης με την κατανάλωση τροφίμων, σημειώνει η Herz, η οποία έχει συγγράψει το υπό έκδοση βιβλίο, “Γιατί τρώτε αυτό που τρώτε”.
Η μυρωδιά κορυφώνεται στην αρχή της νύχτας
Οι ερευνητές έκαναν ένα πείραμα για να προσδιορίσουν αν η μυρωδιά εξαρτάται από τον κιρκάδιο ρυθμό. Ζήτησαν από 21 αγόρια και 16 κορίτσια, όλα μεταξύ 12 και 15 ετών, να κοιμηθούν σε σταθερό χρονοδιάγραμμα για δύο εβδομάδες πριν πάνε στο εργαστήριο ύπνου του νοσοκομείου Bradley. Μετά από μια νύχτα προσαρμογής στο εργαστήριο, οι έφηβοι άρχισαν μια εβδομάδα 28 ωρών, κατά την οποία ο ύπνος τους μετατοπίστηκε 4 ώρες αργότερα κάθε «νύχτα». Ήταν ξύπνιοι επί 17,5 ώρες και κοιμόντουσαν επί 10,5 ώρες το 28άωρο.
Όλοι μαζί ζούσαν στο σκοτάδι σε εσωτερικούς χώρους, κοινωνικοποιώντας και συμμετέχοντας σε δραστηριότητες διασκέδασης μεταξύ τους και με μέλη του προσωπικού. Ο στόχος ήταν να διαχωριστούν από τις εξωτερικές ενδείξεις του κιρκάδιου χρονισμού. Με αυτό τον τρόπο, οι εγγενείς εσωτερικοί κιρκαδικοί ρυθμοί θα μπορούσαν να μετρηθούν, όπως η ευαισθησία της αίσθησης της οσμής τους.
Οι ερευνητές μέτρησαν τον κιρκαδικό ρυθμό, ανιχνεύοντας τα επίπεδα της μελατονίνης, της ορμόνης του ύπνου στο σάλιο τους. Η έκκριση μελατονίνης ξεκινά περίπου μία ώρα πριν από την παρόρμηση για ύπνο. Επίσης, αξιολόγησαν την ευαισθησία της οσμής χρησιμοποιώντας “Sniffin Sticks”, ένα κοινό τεστ για τη μέτρηση της μυρωδιάς. Η αξιολόγηση γινόταν κάθε τρεις ώρες, όσο οι έφηβοι ήταν ξύπνιοι.
Οι έφηβοι διέφεραν σημαντικά ως προς το βαθμό ευαισθησίας της οσμής για την οποία υπήρχαν σαφή μοτίβα επηρεαζόμενα από τον κιρκάδιο ρυθμό. Έγιναν 84 εξετάσεις σε κάθε παιδί, και βρέθηκε ότι υπάρχει ένας ρυθμός της οσμής. Δηλαδή, δεν έχουμε την ίδια ικανότητα όσφρησης ανά πάσα στιγμή. Η αίσθηση της όσφρησης αλλάζει με έναν προβλέψιμο τρόπο π.χ. η ευαισθησία είναι υψηλότερη το απόγευμα παρά νωρίς το πρωί. Η διακύμανση πάντως δεν είναι ίδια για κάθε άνθρωπο.
Οι ερευνητές είπαν ότι τα ευρήματα είναι χρήσιμα για τους κλινικούς γιατρούς και τους ερευνητές που επιδιώκουν να αξιολογήσουν την αίσθηση της όσφρησης ενός ασθενούς.
Κατά μέσο όρο, η δύναμη της οσμής κορυφωνόταν στην αρχή της βιολογικής νύχτας ή περίπου στις 9 μ.μ. για τους έφηβους.
Αυτό μπορεί να έχει μια εξήγηση από βιολογικής σκοπιάς. Τη νύχτα, και μετά το αίσθημα κορεσμού της πείνας από το φαγητό στο τέλος της ημέρας, αυξάνεται η επιθυμία για ζευγάρωμα. Η ενδυνάμωση της ευαισθησίας της μυρωδιάς ίσως είναι ένας τρόπος “σάρωσης” κοντινών απειλών.