Το ζητούμενο είναι η εγγυημένη πρόσβαση των ασθενών τόσο σε φθηνά και αξιόπιστα φάρμακα όσο και στην φαρμακευτική καινοτομία που τεκμηριωμένα έχει θεραπευτική προστιθέμενη αξία, αναφέρει σε συνέντευξή του στην «Αυγή της Κυριακής», ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός.
Αναφερόμενος στην συμμαχία των οκτώ χωρών της «Διακήρυξης της Βαλέτας», σημειώνει πως «έχουν γίνει τα βήματα της προετοιμασίας για κοινή διαπραγμάτευση και συμφωνία που θα αφορά νέα φάρμακα που δεν έχουν ακόμα πάρει έγκριση», κατονομάζοντας συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως ογκολογικά, «ορφανά» και βιολογικούς παράγοντες.
Ο υπουργός επίσης ανέφερε ότι «οι «Κασσάνδρες» περί Grexit στα νέα φάρμακα έχουν διαψευστεί και ο εκβιασμός που επιχειρήθηκε από τη συγκεκριμένη εταιρεία δεν πέρασε».
Είπε ακόμα ότι οι κλειστοί προϋπολογισμοί, που μας έχουν επιβληθεί από το Μνημόνιο δεν επαρκούν για να καλύψουν με πληρότητα τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες της κοινωνίας την περίοδο της κρίσης.
Ο υπουργός αναφέρθηκε και στον προϋπολογισμό του 2018, με ειδική έμφαση στα νοσοκομεία και στις παροχές προς ασθενείς, δηλώνοντας: «Ο προϋπολογισμός του 2018, είναι ένας ακόμα προϋπολογισμός δημοσιονομικής προσαρμογής και στενότητας πόρων, χωρίς όμως περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργία του Δημόσιου Συστήματος Υγείας. Η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης στα νοσοκομεία και τις ΥΠΕ, αντισταθμίζεται από την ισοδύναμη αύξηση της μεταβίβασης πόρων του ΕΟΠΥΥ προς το ΕΣΥ και από τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα των νοσοκομείων».
«Οι πολιτικές επιλογές για την υγεία φαίνονται στα έξοδα, δηλαδή στις παροχές προς τους ασθενείς», αναφέρει ο κ. Ξανθός ενώ τονίζει ότι η «αγοραστική δύναμη» του ΕΣΥ, έχει αυξηθεί σε σχέση με το προηγούμενο μεσοπρόθεσμο 2015-2018 κατά 700 εκατ. ευρώ.
Απαντώντας για το τι σημαίνει το τέλος του Μνημονίου για την Υγεία, ο κ. Ξανθός εκτιμά πως ο σκληρός μηχανισμός της λιτότητας, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, θα παραμείνει και μετά το τέλος του Μνημονίου, όμως θα αρθεί η ασφυκτική «επιτροπεία», θα αυξηθούν οι «βαθμοί ελευθερίας» για νομοθέτηση, κάλυψη κενών σε προσωπικό, αναβάθμιση υποδομών και σχεδιασμό της ανάπτυξης του ΕΣΥ, χωρίς τους ελέγχους, τις εκ των προτέρων συνεννοήσεις και εγκρίσεις των δανειστών που, πέραν όλων των άλλων, έχουν και τεράστιο κόστος χρόνου και πολιτικής ενέργειας.
Τέλος, ανέφερε ότι παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει δημοσιονομικά η χώρα, «με σοβαρή και αθόρυβη δουλειά στο υπουργείο και χάρη στο φιλότιμο του ανθρώπινου δυναμικού του ΕΣΥ, καταφέραμε να στηρίξουμε λειτουργικά τις δημόσιες δομές, να προχωρήσουν προσλήψεις μόνιμων και επικουρικών γιατρών καθώς και λοιπού προσωπικού, να ενισχυθούν οι προϋπολογισμοί των νοσοκομείων».