Η ψωρίαση είναι ένα χρόνιο, ανίατο μη μεταδιδόμενο, επώδυνο νόσημα που προκαλεί παραμόρφωση, ακόμα και αναπηρία, και έχει σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και είναι συχνότερο στην ηλικιακή ομάδα των 50–69 ετών. Εμφανίζεται και στα παιδιά.
Αναφέρεται ότι τα άτομα με ψωρίαση διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης και άλλων σοβαρών κλινικών παθήσεων, όπως καρδιαγγειακών και άλλων μη μεταδιδόμενων νοσημάτων.
Ο επιπολασμός της ψωρίασης στις διάφορες χώρες κυμαίνεται μεταξύ 0,09% και 11,4%, γεγονός που καθιστά την ψωρίαση σοβαρό παγκόσμιο πρόβλημα.
Η αιτιολογία της ψωρίασης παραμένει ασαφής, αν και υπάρχουν στοιχεία γενετικής προδιάθεσης. Ο ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος στην πρόκληση της ψωρίασης αποτελεί επίσης μείζον θέμα έρευνας. Αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι η ψωρίαση ίσως είναι αυτοάνοσο νόσημα, δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί αυτοαντιγόνο που θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο.
Η ψωρίαση μπορεί επίσης να προκληθεί από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες που συμπεριλαμβάνουν ήπιο τραύμα, ηλιακό έγκαυμα, λοιμώξεις, συστηματικά φάρμακα και άγχος.
Τα συμπτώματα
Η ψωρίαση προσβάλλει το δέρμα και τα νύχια και συνδέεται με αρκετές συννοσηρότητες.
Τα συμπτώματα που αναφέρονται συχνότερα είναι:
- απολέπιση του δέρματος στο 92% των ατόμων
- φαγούρα στο 72%,
- ερυθρότητα δέρματος στο 69%,
- οίδημα στο 23%
- αίσθημα καύσου στο 20%
- αιμορραγία στο 20%
- εξάνθημα στο 74%,
- δερματικός πόνος στο 62%,
- εξάψεις στο 49%,
- πόνος στις αρθρώσεις στο 42%,
- ρωγμές του δέρματος στο 39%,
- ξηροδερμία στο 34%,
- σωματική δυσφορία στο 32%,
- προβλήματα στα νύχια στο 22% των ασθενών.
Οι δερματικές βλάβες είναι εντοπισμένες ή γενικευμένες, τις περισσότερες φορές είναι ερυθρές βλατίδες και πλάκες, συμμετρικές, σαφώς περιγεγραμμένες, καλυμμένες συνήθως με λευκές ή αργυρόχρωμες φολίδες.
Οι βλάβες προκαλούν φαγούρα, τσούξιμο και πόνο. Ποσοστό μεταξύ 1,3% και 34,7% των ατόμων με ψωρίαση αναπτύσσουν χρόνια φλεγμονώδη αρθρίτιδα (ψωριασική αρθρίτιδα) που οδηγεί σε παραμορφώσεις των αρθρώσεων και αναπηρία.
Ποσοστό μεταξύ 4,2% και 69% όλων των ασθενών που πάσχουν από ψωρίαση αναπτύσσουν αλλοιώσεις στα νύχια.
Η ψωρίαση προκαλεί μεγάλη φυσική, συναισθηματική και κοινωνική επιβάρυνση. Γενικά, η ποιότητα ζωής πολλές φορές επηρεάζεται σημαντικά. Παραμόρφωση, αναπηρία και σημαντική απώλεια παραγωγικότητας είναι κοινές προκλήσεις για τους ανθρώπους με ψωρίαση.
Υπάρχει επίσης σημαντικό κόστος για την ψυχική ευημερία, όπως υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στα άτομα και την κοινωνία.
Ορισμένες φορές, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι διακρίσεις και η στιγματοποίηση είναι ψυχολογικά ανυπόφορες καταστάσεις για τα άτομα που πάσχουν από ψωρίαση και τις οικογένειές τους.
Θεραπεία
Η θεραπεία της ψωρίασης εξακολουθεί να βασίζεται στον έλεγχο των συμπτωμάτων. Υπάρχουν διαθέσιμες τοπικές και συστηματικές θεραπείες καθώς και φωτοθεραπεία. Στην πράξη, συχνά χρησιμοποιείται συνδυασμός αυτών των μεθόδων.
Συνήθως η θεραπεία είναι αναγκαία σε όλη τη διάρκεια της ζωής και έχει στόχο την υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει θεραπεία που θα έδινε ελπίδες για πλήρη ίαση της ψωρίασης. Επιπλέον, η φροντίδα των ασθενών με ψωρίαση δεν απαιτεί μόνον τη θεραπεία των δερματικών βλαβών και των προσβεβλημένων αρθρώσεων.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό να προσδιοριστούν και να αντιμετωπιστούν οι συχνές συννοσηρότητες που ήδη υπάρχουν ή ενδέχεται να αναπτυχθούν, συμπεριλαμβανομένων καρδιαγγειακών και μεταβολικών νοσημάτων καθώς και ψυχολογικών καταστάσεων.
Η επιβάρυνση λόγω της ψωρίασης
Η ψωρίαση εμφανίζεται σε όλον τον κόσμο. Προσβάλλει άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, σε όλες τις χώρες.
Τα δημοσιευμένα δεδομένα για τον επιπολασμό της ψωρίασης στις διάφορες χώρες κυμαίνονται μεταξύ 0,09% και 11,4%. Στις περισ σότερες χώρες, ο επιπολασμός κυμαίνεται μεταξύ 1,5 και 5%. Υπάρχουν επίσης στοιχεία που δείχνουν ότι ο επιπολασμός της ψωρίασης ίσως αυξάνεται.
Πολλές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η ψωρίαση μπορεί να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής, ακόμα και αν έχει προσβληθεί σχετικά περιορισμένο εμβαδόν επιφανείας σώματος.
Αναλόγως της περιοχής, τα ποσοστά στις μελέτες επιπολασμού διέφεραν από 0,09% στην Ηνωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας έως 11,4% στη Νορβηγία. Διαπιστώθηκε πολύ αδύναμη συσχέτιση μεταξύ γεωγραφικού πλάτους και ποσοστών επιπολασμού. Η ψωρίαση φαίνεται να εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα στους πληθυσμούς της Βόρειας Ευρώπης και με τη μικρότερη στους πληθυσμούς της Ανατολικής Ασία.
Ορισμένες μελέτες διερεύνησαν τις εθνοτικές διαφορές στον επιπολασμό της ψωρίασης. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα άτομα καυκάσιας, μαύρης ή άλλης καταγωγής είχαν επιπολασμό 2,5%, 1,3% και 1,0% αντίστοιχα. Σε μια άλλη μελέτη του 2009- 2010 στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτά τα ποσοστά ήταν μεγαλύτερα ακόμα και κατά 50%.
Ψωριασική αρθρίτιδα
Εκτός του δέρματος, η ψωρίαση μπορεί να συνδεθεί και με φλεγμονώδη αρθρίτιδα, γνωστή ως ψωριασική αρθρίτιδα, που προσβάλλει τις αρθρώσεις της σπονδυλικής στήλης και άλλες αρθρώσεις. Αυτή εμφανίζεται χωρίς την παρουσία ειδικών αντισωμάτων στο αίμα (οροαρνητική σπονδυλοαρθροπάθεια). Ο ρευματοειδής παράγοντας (αντίσωμα που εμφανίζεται στη ρευματοειδή αρθρίτιδα) είναι επίσης αρνητικός.
Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας έδειξε ότι η ψωριασική αρθρίτιδα προσβάλλει ποσοστό μεταξύ 1,3% και 34,7% των ασθενών με διάγνωση ψωρίασης. Δεν υπάρχουν δεδομένα για προδιάθεση λόγω φύλου.
Τα κλινικά συμπτώματα διαφέρουν, ωστόσο συχνότερα θεωρούνται τα εξής: περιφερική αρθρίτιδα, σπονδυλίτιδα, ενθεσίτιδα (φλεγμονή των θέσεων όπου οι τένοντες εισέρχονται στα οστά), αρθρίτιδα στα δάκτυλα και δακτυλίτιδα (έντονο οίδημα στα δάκτυλα των χεριών ή των ποδιών). Η ψωριασική αρθρίτιδα μπορεί να οδηγήσει σε χρόνιο πόνο και αλλαγή της φυσικής εμφάνισης.
Οι ασθενείς που πάσχουν από ψωριασική αρθρίτιδα έχουν μειωμένη φυσική κατάσταση. Συνήθως η ψωριασική αρθρίτιδα εμφανίζεται σε συνδυασμό με μακροχρόνιες δερματικές βλάβες, αν και σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί και μόνη της, χωρίς ψωρίαση.
Συνυπάρχουσες παθήσεις
Αρκετές μελέτες έχουν αναφέρει συνύπαρξη της ψωρίασης με άλλες σοβαρές συστηματικές παθήσεις. Συχνότερα αναφέρονται καρδιαγγειακά νοσήματα, μεταβολικό σύνδρομο συμπεριλαμβανομένης υπέρτασης, δυσλιπιδαιμία και σακχαρώδης διαβήτης, καθώς και νόσος του Crohn.
Ακόμα και τα παιδιά δείχνουν αυξημένα ποσοστά συννοσηρότητας έναντι των μη προσβεβλημένων βρεφών ή εκείνων με ατοπικό έκζεμα. Οι περισσότερες δημοσιεύσεις συζητούν τη σχέση μεταξύ καρδιαγγειακών νοσημάτων και ψωρίασης.
Οι ασθενείς με διάγνωση ψωρίασης έχουν αυξημένη επιβάρυνση λόγω υποκλινικής αρτηριοσκλήρυνσης και αγγειακής φλεγμονής. Έχουν επίσης σημαντικά υψηλότερα επίπεδα λιπιδίων στον ορό, συμπεριλαμβανομένων τριγλυκεριδίων και ολικής χοληστερόλης, έναντι των υγιών ατόμων.
Επιπλέον, η ψωρίαση σχετίζεται με κολπική μαρμαρυγή και εγκεφαλικά επεισόδια, που μπορεί να επιδεινωθούν σε ασθενείς νεότερης ηλικίας.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι γνωστό κατά πόσον η ψωρίαση αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης καρδιαγγειακού νοσήματος.
Έχει αποδειχθεί ότι η παχυσαρκία ή η αύξηση του βάρους αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης ψωρίασης. Ένας άλλος παράγοντας κινδύνου είναι το κάπνισμα. Έχει βρεθεί επίσης ότι η συχνότητα εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου, κατάθλιψης και στυτικής δυσλειτουργίας είναι σημαντικά υψηλότερη σε ασθενείς με διάγνωση ψωρίασης.
Σε ορισμένες νόσους και υποομάδες ασθενών, η ψωρίαση έχει αποδειχθεί ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου ανάπτυξης μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος. Παρά τον μεγάλο αριθμό μελετών για τη σχέση της ψωρίασης με συννοσηρότητες, η αιτιολογία και η ανεξαρτησία ορισμένων συνυπαρχουσών νόσων παραμένει ασαφής και απαιτεί περαιτέρω έρευνα.