Δεν γεννιόμαστε θρήσκοι ή άθεοι αλλά η ανατροφή και το πολιτισμικό-κοινωνικό περιβάλλον ενισχύουν ή εξασθενούν την πίστη προς τον Θεό. Αυτό υποστηρίζει μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Scientific Reports από ψυχολόγους και νευροεπιστήμονες των πανεπιστημίων Κόβεντρι και Οξφόρδης στη Βρετανία.
Η μελέτη αντικρούει τα επιχειρήματα που έχουν επικρατήσει τα τελευταία 20 χρόνια μεταξύ των ψυχολόγων, ότι η πίστη στο Θεό σχετίζεται με την τάση ενός ατόμου να χρησιμοποιεί διαισθητικά ή αναλυτικά τη σκέψη του, και κατά συνέπεια υπάρχει μια έμφυτη τάση.
Γιατί ορισμένοι άνθρωποι πιστεύουν στο Θεό και άλλοι όχι; Έχει να κάνει με γονίδια, με τη διαίσθηση, την ψυχολογία ή πρόκειται για μια επιρροή του περιβάλλοντος;
Ορισμένες παρατηρήσεις δείχνουν ότι το κοινωνικό περιβάλλον παίζει σημαντικό ρόλο, για παράδειγμα ένας άνθρωπος που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα έχει πάνω από 90% πιθανότητα να δηλώνει χριστιανός ορθόδοξος, ένας άνθρωπος που έχει γεννηθεί στην Τουρκία έχει πιθανότητα πάνω από 90% να δηλώνει μουσουλμάνος ενώ ένας άνθρωπος που έχει γεννηθεί στη Σουηδία πιθανότατα είναι άθεος.
Από την άλλη πλευρά, εδώ και περίπου δύο δεκαετίες πολλές μελέτες από γνωσιακούς ψυχολόγους έχουν υποστηρίξει ότι τα άτομα με ισχυρές θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι περισσότερο διαισθητικά και λιγότερο αναλυτικά στη σκέψη τους. Η διαισθητική σκέψη συνεπάγεται την ταχεία επεξεργασία πληροφοριών με ελάχιστα κριτική συζήτηση. Συγκρίνεται με την αναλυτική σκέψη η οποία είναι πιο αργή, σκόπιμη και μεγάλης προσπάθειας.
Υπάρχουν εκατοντάδες θρησκείες και κάποιοι πιστεύουν ότι η θρησκευτική πίστη συνδέεται με τη μειωμένη ή παντελή απουσία της ορθολογικής σκέψης, ιδιαίτερα σε κάποια δόγματα πρωτόγονης μορφής.
Όμως το εύρημα της νέας μελέτης ήταν ότι τόσο ένα διαισθητικό όσο και ένα ορθολογικό άτομο μπορεί να έχει εξίσου βαθιά θρησκευτικά συναισθήματα. Άρα η πίστη στο Θεό εξαρτάται από το κοινωνικό περιβάλλον και μόνο.
Ο Miguel Farias πρώτος συγγραφέας της μελέτης, ανέφερε: «Δεν πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται θρήσκοι κατά τον ίδιο τρόπο που αναπόφευκτα μαθαίνουμε μια γλώσσα σε πολύ μικρή ηλικία. Τα ιστορικά και κοινωνιολογικά στοιχεία δείχνουν πως το τι πιστεύουμε βασίζεται κυρίως σε κοινωνικούς και μορφωτικούς παράγοντες και όχι σε γνωσιακά στυλ, όπως η διαισθητική ή αναλυτική σκέψη. Η θρησκευτική πίστη έχει κατά πάσα πιθανότητα τις ρίζες της στην κουλτούρα και όχι σε κάποιο ένστικτο».
Οι ερευνητές προσέγγισαν 89 προσκυνητές που ακολουθούσαν τον Δρόμο του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα στη Βόρεια Ισπανία, ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα των καθολικών. Οι συμμετέχοντες αφιερώνουν κατά μέσο όρο 32 ημέρες στο προσκύνημα και τη στιγμή που προσεγγίστηκαν για να συμμετάσχουν στη μελέτη, περπατούσαν ήδη 12 ημέρες. Το 34% ήταν Ισπανοί, το 13% Γερμανοί, το 12% Αμερικανοί και το 8% Βραζιλιάνοι. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες (71%) ήταν χριστιανοί, το 20% ήταν πνευματικοί αλλά όχι θρησκευόμενοι, το 8% δήλωσε ότι ήταν άθεοι και το 1% βουδιστές.
Ο επιστήμονες αρχικά έκαναν ερωτήσεις στους προσκυνητές σχετικά με το πόσο ισχυρή είναι η πίστη τους και πόσο χρόνο αφιερώνουν στο συγκεκριμένο προσκύνημα. Στη συνέχεια, αξιολόγησαν το πόσο διαισθητική ή ορθολογική σκέψη είχε ο καθένας με ένα τεστ στο οποίο οι συμμετέχοντες έπρεπε να κάνουν επιλογές χρησιμοποιώντας τη λογική ή το ένστικτό τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η διαισθητική ή αναλυτική σκέψη δεν είχαν σχέση με τη πίστη στο Θεό.
Σε μια δεύτερη μελέτη οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μαθηματικά παζλ αλλά και εδώ τα αποτελέσματα δεν έδειξαν να συσχετίζονται με την πίστη στο Θεό.
Άλλες δύο μελέτες επίσης έδειξαν το ίδιο αποτέλεσμα.
Οι ερευνητές τόνισαν ότι η απόπειρα ερμηνείας της θρησκευτικής πίστης ως έμφυτης τάσης σε ορισμένους ανθρώπους, η οποία έχει επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες, είναι μάλλον «βιαστική». Σύμφωνα με την έρευνά τους η πίστη είναι επίκτητη και αναπτύσσεται μέσω κοινωνικο-πολιτισμικών διεργασιών, στις οποίες περιλαμβάνονται η ανατροφή και η εκπαίδευση.
Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι ενώ πολλοί άνθρωποι ζουν στο ίδιο περιβάλλον και δέχονται τις ίδιες περίπου επιδράσεις, έχουν διαφορετική στάση απέναντι στις θρησκείες ή στην πνευματικότητα, κάτι που δείχνει ότι το κοινωνικό περιβάλλον δεν καθορίζει απόλυτα τη συμπεριφορά. Για παράδειγμα, σε χώρες όπου το θρησκευτικό συναίσθημα δεν ενθαρρυνόταν επί δεκαετίες, αποδείχθηκε τελικά ότι ήταν πολύ ισχυρό. Επίσης υπάρχουν στοιχεία που αναγνωρίζουν ότι το θρησκευτικό συναίσθημα είναι πιο έντονο στις γυναίκες. Αυτές οι παρατηρήσεις υποδεικνύουν ένα μέτριο ρόλο της κοινωνικής επίδρασης ή της μόρφωσης και αφήνουν χώρο να διατυπωθεί η θεωρία ότι η θρησκευτική πίστη μπορεί να σχετίζεται με ψυχολογικά χαρακτηριστικά που διαθέτει ένα ποσοστό των ανθρώπων.
Πηγή: Supernatural Belief Is Not Modulated by Intuitive Thinking Style or Cognitive Inhibition.