Υπάρχει η άποψη ότι τα μελομακάρονα είναι πιο υγιεινά σε σύγκριση με τους κουραμπιέδες γιατί αποτελούνται από μέλι, καρύδια και ελαιόλαδο, ενώ οι κουραμπιέδες από βούτυρο και ζάχαρη.
Ωστόσο η άποψη αυτή δεν ευσταθεί, σύμφωνα με την Ελένη Παπαγιαννίδου, κλινική διαιτολόγος-διατροφολόγο. Το μέλι έχει αντιμικροβιακή δράση μόνο όταν είναι ανεπεξέργαστο και τρώγεται ωμό, κατά τα άλλα δεν έχει άλλο πλεονέκτημα έναντι της ζάχαρης ως γλυκαντικό ακόμα και αν είναι φυσικό, σύμφωνα με την ειδικό.
Η κα Παπαγιαννίδου εξηγεί ότι τόσο το μέλι όσο και η ζάχαρη ανεβάζουν το σάκχαρο του αίματος ακριβώς το ίδιο: “Το ελαιόλαδο είναι ένα πολύ καλό έλαιο, σε σημαντικό βαθμό μονοακόρεστο, που όμως έχει νόημα να το τρώμε κυρίως ωμό. Από την άλλη μεριά, έχει καταρριφθεί ο μύθος ότι το βούτυρο είναι επικίνδυνο. Το βούτυρο είναι υγιεινό γιατί έχει συζευγμένο λινολεϊκό οξύ [conjugated linoleic acid: CLA] που βοηθά στη λιπόλυση και περιέχει τις απαραίτητες για την υγεία μας λιποδιαλυτές βιταμίνες Α και D. Το βούτυρο και το ελαιόλαδο είναι υγιεινά αρκεί και τα δύο να τα τρώμε με λαχανικά και πρωτεΐνες και όχι μαζί με πολλούς υδατάνθρακες. Τα μελομακάρονα περιέχουν κι αυτά ζάχαρη κι αλεύρι ενώ πολλές φορές τα αγορασμένα φτιάχνονται με σπορέλαια, τα οποία μπορεί να προάγουν τη φλεγμονή στο σώμα μας”.
Σύμφωνα με την κα Παπαγιαννίδου πολλοί αξιολογούν κατά πόσο ένα τρόφιμο είναι υγιεινό με βάση τις θερμίδες του. Αυτό όμως δεν είναι απολύτως σωστό γιατί μας οδηγεί να επιλέγουμε τρόφιμα χαμηλής θρεπτικής αξίας ανεξάρτητα του πώς αυτές οι θερμίδες επιδρούν στις ορμόνες μας.
Ένα τεστ για να διαπιστώσουμε ποιο είναι πιο υγιεινό; “Ιδανικά το να μετρήσουμε το σάκχαρό μας πριν και μετά από 2 ώρες αφότου φάγαμε είτε το μελομακάρονο είτε τον κουραμπιέ. Οτιδήποτε πάνω από 1 κουταλάκι του γλυκού γλυκόζη στο αίμα μας είναι τοξικό για το σώμα. Ένα μελομακάρονο αντιστοιχεί σε 11 κουταλάκια του γλυκού και ένας κουραμπιές σε 8 κουταλάκια του γλυκού γλυκόζη στο αίμα. Αυτό θα σας κάνει να δείτε όλα τα γλυκά από μια άλλη οπτική γωνία”, λέει η η κα Παπαγιαννίδου.
Ένα άλλο τεστ βέβαια είναι η άνοδος που προκαλούν τα τρόφιμα στη χοληστερόλη. Το βούτυρο για πολλά χρόνια θεωρούνταν ανθυγιεινό διότι περιέχει κορεσμένα λιπαρά και χοληστερόλη – 100 γραμμάρια βούτυρο περιέχουν 54 γραμμάρια κορεσμένα λιπαρά και 220 mg χοληστερόλη.
Ωστόσο υπάρχουν πλέον ερωτηματικά για το κατά πόσο όλα τα κορεσμένα λιπαρά είναι ανθυγιεινά. Ορισμένοι τύποι δεν έχουν σημαντική επίδραση στη χοληστερόλη του αίματος. Στο γάλα και στο βούτυρο βρίσκονται περισσότερο κορεσμένα λιπαρά μικράς και μεσαίας αλύσου τα οποία δεν θεωρούνται επικίνδυνα ενώ τα μακράς αλύσου που βρίσκονται κυρίως στο κρέας είναι αυτά που ανεβάζουν τη χοληστερόλη στο αίμα – τα λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας περιέχουν 1-6 άνθρακες και τα μεσαίας αλυσίδας 7-12 άνθρακες. Επίσης, το στεαρικό οξύ, παρότι μακράς αλύσου μειώνει ελαφρώς την κακή χοληστερόλη (LDL) χωρίς να επηρεάζει την καλή χοληστερόλη (HDL) σε σύγκριση με άλλα κορεσμένα λιπαρά μακράς αλύσου. Ακόμη, από το 2015 έχει καταργηθεί το ημερήσιο όριο των 300 mg πρόσληψης διατροφικής χοληστερόλης.
Το δίλλημμα κουραμπιές ή μελομακάρονο δεν υφίσταται, λέει η κα Παπαγιαννίδου: «Ας μη χρυσώνουμε το χάπι, γλυκό και υγιεινό δεν υπάρχει. Εκτός του ότι όλα τα γλυκά αυξάνουν υπερβολικά το σάκχαρ, επιπλέον οδηγούν σε εναπόθεση λίπους στο συκώτι μας, υπερινσουλιναιμία και συνεχόμενη πείνα. Ας μην υποτιμάμε την εθιστική δράση των γλυκών. Ακόμα και μια σχετικά μικρή ποσότητα γλυκού μπορεί να διαταράξει τις ορμόνες και τους νευροδιαβιβαστές μας οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο επιθυμίας τους και μια αίσθηση ότι είμαστε εκτός ελέγχου”.
“Στο πλαίσιο μιας προσεγμένης αντιφλεγμονώδους διατροφής ένα περιστασιακό γλυκό δεν πρόκειται να μας βλάψει. Το πρόβλημα είναι πως τα τρώμε σε τακτική και όχι περιστασιακή βάση”, λέει η κ. Παπαγιαννίδου. Και καταλήγει: “Μπορούμε να φάμε έναν κουραμπιέ ή ένα μελομακάρονο χωρίς να σκεφτόμαστε τις θερμίδες και χωρίς ενοχές. Αλλά δεν πρέπει να πέφτουμε στην παγίδα ότι ένα εκ των δύο είναι υγιεινό και άρα μπορούμε να το τρώμε τακτικά”.