Μια μελέτη από ερευνητές του Johns Hopkins έδειξε ότι μια νεότερη μέθοδος υπολογισμού της κακής χοληστερόλης (LDL) είναι ακριβέστερη από μια παλαιότερη μέθοδο.
Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Circulation και υποδηλώνουν ότι οι εξετάσεις χοληστερόλης θα μπορούσαν να γίνουν πιο βολικές για τους περισσότερους ανθρώπους, χωρίς προηγουμένως να είναι αναγκασμένοι να απέχουν από το φαγητό.
Η νεότερη μέθοδος για τον υπολογισμό της LDL (λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας) αναπτύχθηκε από τον Seth Martin και τους συνεργάτες του Johns Hopkins το 2013. Άλλοι ερευνητές στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό επιβεβαίωσαν τη μεγαλύτερη ακρίβειά της και η νεότερη μέθοδος έχει υιοθετηθεί από τουλάχιστον μία μεγάλη εθνική διαγνωστική εταιρεία των ΗΠΑ.
“Αν και η νέα μέθοδος υπολογισμού της LDL είναι λίγο πιο περίπλοκη, το καλό είναι ότι μπορεί να γίνει χρησιμοποιώντας πληροφορίες που έχουν ήδη συλλεχθεί στο δείγμα αίματος”, είπε ο Martin, συν-διευθυντής του Advanced Lipid Disorders Center και βοηθός καθηγητής ιατρικής στη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins. “Δεδομένου ότι τα δείγματα χωρίς προηγούμενη νηστεία είναι τώρα ακριβή, είναι πιο βολικό για τους ασθενείς επειδή μπορούν να πάνε οποιαδήποτε στιγμή να κάνουν τις εξετάσεις τους, ακόμη κι εάν έχουν φάει”.
Οι ερευνητές συνέκριναν την ακρίβεια της νέας μεθόδου υπολογισμού της LDL με τη μέθοδο Friedewald, η οποία αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Ο Martin και οι συνεργάτες του έδειξαν το 2013 ότι η μέθοδος Friedewald υποτιμά τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης, ιδιαίτερα σε άτομα με υψηλά τριγλυκερίδια. Τα τριγλυκερίδια τείνουν να είναι υψηλότερα σε άτομα με παχυσαρκία και διαβήτη τύπου 2 ενώ αυξάνονται αρκετά αμέσως μετά το φαγητό. Έτσι η μέθοδος Friedewald απαιτεί δείγματα αίματος νηστείας για τον υπολογισμό της LDL.
Η LDL δεν υπολογίζεται άμεσα στον ευρύ πληθυσμό διότι αυτό απαιτεί χρήση υπερφυγοκέντρησης του αίματος που έχει αυξημένο κόστος. Έτσι χρησιμοποιείται ο εξής έμμεσος τύπος γνωστός ως μέθοδος Friedewald:
LDL = Ολική χοληστερόλη – “καλή” χοληστερόλη (HDL) – μείον τριγλυκερίδια / 5
Η εξίσωση διαιρεί τα τριγλυκερίδια με το 5 αλλά αυτό δεν είναι το κατάλληλο για όλους.
Με τις ίδιες πληροφορίες που απαιτούνται για τον υπολογισμό με τη μέθοδο Friedewald, η νεότερη μέθοδος χρησιμοποιεί ένα διάγραμμα που αναπτύχθηκε από τους γιατρούς του Johns Hopkins με 180 διαφορετικούς παράγοντες για να υπολογίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια την LDL χοληστερόλη και να εξατομικεύσει την αξιολόγηση ενός ατόμου.
Η νέα εξίσωση είναι ίδια με τη μέθοδο Friedewald μόνο που τα τριγλυκερίδια διαιρούνται με μια τιμή που δεν είναι για όλους το 5 αλλά εξάγεται από το διάγραμμα. Το κόστος της εξέτασης είναι το ίδιο.
Οι γιατροί πραγματοποίησαν τη σύγκρισή τους χρησιμοποιώντας δεδομένα που είχαν συγκεντρωθεί από ειδικούς λιπιδίων αίματος στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Συγκεκριμένα, χρησιμοποίησαν πληροφορίες για 1.545.634 άτομα από την “Very Large Database of Lipids” που δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε στο Johns Hopkins. Από αυτούς οι 959.153 δεν είχαν φάει για 10-12 ώρες πριν την λήψη αίματος και οι 586.481 είχαν φάει. Περίπου τα μισά άτομα ήταν γυναίκες και η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 55. Τα άτομα αυτά είχαν παραπεμφθεί από τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης να ελεγχθεί η χοληστερόλη τους και τα τριγλυκερίδια.
Για κάθε άτομο χρησιμοποιήθηκε υπερφυγοκέντρηση που μετράει άμεσα την ολική χοληστερόλη, την HDL, την LDL και την υπόλοιπη χοληστερόλη που βρίσκεται σε άλλες λιποπρωτεΐνες. Μετρήθηκαν επίσης τα τριγλυκερίδια χρησιμοποιώντας την τυποποιημένη δοκιμασία.
Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα νηστείας και μη νηστείας χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Friedewald και τη νέα μέθοδο υπολογισμού σε σχέση με την πραγματική τιμή της LDL που είχε βρεθεί με την υπερφυγοκέντρηση.
Πάντα η νηστεία δίνει ακριβέστερη τιμή της LDL
Για όλα τα δείγματα αίματος, τόσο γι’ αυτά που ελήφθησαν κατόπιν νηστείας όσο και γι’ αυτά που δόθηκαν χωρίς νηστεία, η νέα μέθοδος ήταν πιο ακριβής από τη μέθοδο Friedewald.
Η ερευνητική ομάδα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα επίπεδα LDL κάτω των 70 mg/dL διότι σύμφωνα με τις οδηγίες, όσοι έχουν πάνω από αυτό το επίπεδο θεωρούνται μεγαλύτερου κινδύνου για καρδιαγγειακά επεισόδια. Από τους συμμετέχοντες, 127.741 άτομα είχαν LDL κάτω από τα 70 mg/dL. Στη περίπτωση που δεν είχε προηγηθεί νηστεία, η νέα μέθοδος είχε ακρίβεια 92% για αυτά τα άτομα ενώ η μέθοδος Friedewald είχε ακρίβεια 71%. Περίπου το 30% των συμμετεχόντων που είχαν δώσει αίμα χωρίς νηστεία είχαν πάνω από 10 mg/dL ανακριβή μέτρηση LDL χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Friedewald σε σύγκριση με μόνο 3% με τη νέα μέθοδο.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η ακρίβεια των υπολογισμών της LDL με τη μέθοδο Friedewald μειώνεται καθώς τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων αυξάνονται πολύ. Για παράδειγμα, σε 6.168 συμμετέχοντες που δεν είχαν κάνει νηστεία και είχαν τριγλυκερίδια μεταξύ 200-399 mg/dL, η ακρίβεια του υπολογισμού για LDL κάτω από τα 70 mg/dL ήταν 82% με τη νέα μέθοδο και 37% με τη μέθοδο Friedewald.
Ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε, η νηστεία αποδείχτηκε πως πάντα έδινε ακριβέστερη τιμή για την LDL χοληστερόλη. Όμως οι ερευνητές είπαν πως είτε με νηστεία είτε χωρίς, όταν εφαρμόζεται η νεότερη μέθοδος πιθανότατα δεν υπάρχει κλινική σημασία για τη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων.
Παρόλο που η νέα μέθοδος υπολογισμού της LDL δεν πάσχει από σοβαρό σφάλμα στην περίπτωση της μη νηστείας σε σχέση με τη νηστεία, οι ερευνητές είπαν ότι η νηστεία μπορεί να είναι σημαντική για ορισμένα άτομα όπως αυτά με υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων των οποίων η θεραπεία μπορεί να μεταβληθεί λόγω μιας μικρής ανακρίβειας στον υπολογισμό της LDL, για αυτούς με διαταραχή τριγλυκεριδίων ή εκείνους που πρέπει να κάνουν νηστεία για να μετρήσουν το σάκχαρο του αίματος.