Οι γυναίκες με μέτρια έως σοβαρή ανεπάρκεια ιωδίου μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να επιτύχουν εγκυμοσύνη, σε σύγκριση με τις γυναίκες που έχουν φυσιολογικά επίπεδα ιωδίου, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας στις ΗΠΑ που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Human Reproduction.
Η μελέτη είναι η πρώτη που διερευνά τις πιθανές επιδράσεις της ήπιας έως μέτριας ανεπάρκειας ιωδίου – η οποία συχνή στις γυναίκες στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο – σχετικά με την ικανότητα να μείνουν έγκυες.
Το ιώδιο είναι ένα μέταλλο που χρησιμοποιείται από το σώμα για να ρυθμίζει το μεταβολισμό του. Βοηθά επίσης στη ρύθμιση της ανάπτυξης των οστών και της ανάπτυξης του εγκεφάλου στα παιδιά. Η διατροφή είναι ο κύριος τρόπος πρόσληψης ιωδίου. Το μέταλλο βρίσκεται σε τροφές όπως είναι τα θαλασσινά, το ιωδιούχο αλάτι, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και ορισμένα φρούτα και λαχανικά. Η ανεπαρκής έλλειψη ιωδίου είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι προκαλεί διανοητικές και αναπτυξιακές καθυστερήσεις στα βρέφη.
“Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι οι γυναίκες που σκέφτονται να μείνουν έγκυες ίσως χρειάζονται περισσότερο ιώδιο”, δήλωσε ο James L. Mills, ο οποίος διεξήγαγε τη μελέτη μαζί με τους συναδέλφους του στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού και Ανθρώπινης Ανάπτυξης. “Οι απαιτήσεις για ιώδιο αυξάνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και το έμβρυο εξαρτάται από αυτό το μέταλλο για να παράγει ορμόνες του θυρεοειδούς αδένα και για να εξασφαλιστεί η κανονική ανάπτυξη του εγκεφάλου”.
Tο 20-30% των γυναικών έχει μέτρια έλλειψη ιωδίου
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που συλλέχθηκαν από 501 αμερικανικά ζευγάρια που σχεδίαζαν εγκυμοσύνη από το 2005 έως το 2009. Τα ζευγάρια ήταν μέρος της μελέτης Longitudinal Investigation of Fertility and Environment (LIFE) η οποία επεδίωκε να εξετάσει τη σχέση μεταξύ γονιμότητας, τρόπου ζωής και έκθεσης στο περιβάλλον. Οι γυναίκες παρείχαν ένα δείγμα ούρων από το οποίο μετρήθηκαν τα επίπεδα ιωδίου τους. Κάθε γυναίκα έλαβε επίσης μια ψηφιακή δοκιμή εγκυμοσύνης στο σπίτι.
Από τις 467 γυναίκες που αναλύθηκαν, η κατάσταση του ιωδίου ήταν επαρκής στις 260 (55,7%), ελαφρώς ανεπαρκής στις 102 (21,8%), μέτρια ανεπαρκής στις 97 (20,8%) ενώ υπήρχε σοβαρή έλλειψη σε οκτώ (1,7%).
Για να εκτιμήσουν τις πιθανότητες εγκυμοσύνης ενός ζευγαριού κατά τη διάρκεια κάθε εμμηνορροϊκού κύκλου, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα στατιστικό μέτρο που ονομάζεται λόγος πιθανότητας γονιμότητας (FOR: fecundability odds ratio). Μια τιμή μικρότερη από το 1 υποδηλώνει μεγαλύτερο χρόνος για να επιτευχθεί εγκυμοσύνη, ενώ μια τιμή FOR μεγαλύτερη από το 1 υποδηλώνει μικρότερο χρόνο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που είχαν μέτρια έως σοβαρή ανεπάρκεια ιωδίου είχαν 46% χαμηλότερες πιθανότητες να μείνουν έγκυες κατά τη διάρκεια κάθε εμμηνορροϊκού κύκλου, σε σύγκριση με τις γυναίκες που είχαν επαρκείς συγκεντρώσεις ιωδίου. Οι γυναίκες που είχαν μικρή ανεπάρκεια εμφάνισαν στατιστικά αμελητέα αύξηση στον χρόνο που χρειαζόταν για να συλλάβουν.
Αν και ο πληθυσμός της μελέτης δεν ήταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού των ΗΠΑ, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι το ποσοστό των γυναικών στη μελέτη που είχαν ανεπάρκεια ιωδίου (44,3%) είναι κοντά σε αυτό που παρατηρείται σε πληθυσμιακές μελέτες. Για παράδειγμα, μια προηγούμενη μελέτη υπολόγισε ότι το 30% των γυναικών στις ΗΠΑ σε ηλικία τεκνοποίησης είχαν ανεπαρκή επίπεδα ιωδίου.
Οι γυναίκες που ανησυχούν ότι δεν παίρνουν αρκετό ιώδιο μπορεί να επιθυμούν να συμβουλευτούν τους γιατρούς τους πριν κάνουν αλλαγές στη διατροφή ή πάρουν συμπληρώματα διατροφής.
Ο Tomer Singer, διευθυντής Αναπαραγωγικής Ενδοκρινολογίας και Υπογονιμότητας στο Νοσοκομείο Lenox Hill της Νέας Υόρκης, σχολίασε ότι «η δυτική διατροφή άλλαξε τις τελευταίες δεκαετίες και η επικράτηση της φυτοφαγίας έχει συντελέσει σε μείωση των προσλαμβανομένων ποσοτήτων του ιωδίου. Δεδομένου ότι η διατροφή είναι ο κύριος τρόπος πρόσληψης ιωδίου, συμβουλεύουμε τις γυναίκες να λαμβάνουν διατροφικά συμπληρώματα που περιέχουν ιώδιο τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την διαδικασία της σύλληψης».