Η κατανάλωση κουρκουμίνης, της ουσίας που δίνει στο κάρυ το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα του, βελτιώνει τη μνήμη και τη διάθεση των ατόμων με ήπια απώλεια μνήμης που σχετίζεται με την ηλικία. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό American Journal of Geriatric Psychiatry.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA) μελέτησαν τις επιδράσεις της κουρκουμίνης στην επίδοση της μνήμης ατόμων χωρίς Αλτσχάιμερ ή άλλο είδος άνοιας, αλλά με εξασθένιση της μνήμης τους.
Η νόσος Αλτσχάιμερ χαρακτηρίζεται από αμυλοειδείς πλάκες και νευροϊνιδιακές αλλοιώσεις. Οι πλάκες είναι μη φυσιολογικές μάζες μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται β-αμυλοειδές ενώ οι αλλοιώσεις είναι ‘κουβάρια από στριμμένα νήματα’ που αποτελούνται από μια πρωτεΐνη που ονομάζεται Ταυ.
Η κουρκουμίνη (curcumin) είναι μια πολυφαινόλη και το βασικό φυσικό συστατικό του κουρκουμά στον οποίο δίδει το χαρακτηριστικό πορτοκαλοκίτρινο χρώμα του. Τα κουρκουμινοειδή αποτελούν το 2-9% του κουρκουμά εκ των οποίων το 75% είναι η κουρκουμίνη.
Στο παρελθόν, η κουρκουμίνη έχει βρεθεί ότι έχει αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές ιδιότητες σε εργαστηριακό περιβάλλον. Ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο πως συμπεριφέρεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Έχει λεχθεί ότι ο λόγος που οι ηλικιωμένοι Ινδοί έχουν χαμηλότερη συχνότητα της νόσου Αλτσχάιμερ και καλύτερες γνωστικές επιδόσεις, είναι το κάρυ που αποτελεί συχνό στοιχείο της διατροφής τους.
Βελτιωμένη μνήμη
Στη διπλά τυφλή ελεγχόμενη μελέτη που σχεδίασαν οι ερευνητές με επικεφαλής τον Gary Small από το Κέντρο Μακροζωίας του UCLA σε συνεργασία με το Τμήμα Γηριατρικής Ψυχιατρικής του Ινστιτούτου Νευροεπιστήμης και Ανθρώπινης Συμπεριφοράς Semel, έλαβαν μέρος 40 άτομα 51-84 ετών με ήπια εξασθένηση μνήμης.
Με τυχαία επιλογή οι συμμετέχοντες λάμβαναν είτε ένα εικονικό σκεύασμα, είτε 90 mg κουρκουμίνης καθημερινά σε δύο δόσεις για 18 μήνες (συνολικά 180 mg την ημέρα). Από τα 40 άτομα, οι 21 ανήκαν στην ομάδα της κουρκουμίνης και τα 19 στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Η κουρκουμίνη έχει πτωχή βιοδιαθεσιμότητα αλλά στη μελέτη δόθηκε ένα διατροφικό συμπλήρωμα (Theracurmin) που είχε ικανοποιητική απορρόφηση από το σώμα. Η μελέτη βιοδιαθεσιμότητας επιβεβαίωσε την ταχύτερη απορρόφηση του Theracurmin σε σύγκριση με δύο άλλες μορφές κουρκουμίνης.
Κάθε εξάμηνο κατά τη διάρκεια της περιόδου των 18 μηνών της μελέτης, η ερευνητική ομάδα εξέτασε τους συμμετέχοντες για τη μνήμη, τη γνώση και τη διάθεση. Έγινε επίσης μέτρηση των επιπέδων κουρκουμίνης στο αίμα τους, πριν τη λήψη της και έπειτα από 18 μήνες. Αρχικά, τα επίπεδα της ελεύθερης κουρκουμίνης στο αίμα ήταν σε μηδενικά επίπεδα και για τις δύο ομάδες. Στους 18 μήνες,η ελεύθερη κουρκουμίνη ήταν κατά μέσο όρο 26,2 ng/mL στη διάρκεια της ημέρας για την ομάδα παρέμβασης (εύρος, 3,0 έως 67,3) και 0,1 ng/ml (εύρος, από 0 έως 1,2) στην ομάδα ελέγχου.
Τριάντα εθελοντές υποβλήθηκαν σε τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) για τον καθορισμό των πλακών αμυλοειδούς και Ταυ στους εγκεφάλους τους στην αρχή της μελέτης και έπειτα από 18 μήνες.
Όσοι πήραν κουρκουμίνη είχαν σημαντικές βελτιώσεις στη μνήμη και την προσοχή, αλλά αυτό δεν συνέβη στα άτομα της ομάδας ελέγχου. Στα τεστ μνήμης, τα άτομα που είχαν πάρει κουρκουμίνη είχαν βελτίωση κατά 28% μετά από 18 μήνες. Επίσης, είχαν βελτίωση στην διάθεσή τους, ενώ οι PET έδειξαν σημαντικά λιγότερα σημάδια αμυλοειδούς και Ταυ στην αμυγδαλή και τον υποθάλαμο, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Η αμυγδαλή και ο υποθάλαμος είναι περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν διάφορες λειτουργίες της μνήμης και των συναισθημάτων.
Να σημειωθεί ότι τέσσερα άτομα που λάμβαναν κουρκουμίνη και δύο από την ομάδα ελέγχου εκδήλωσαν παρενέργειες, όπως κοιλιακό άλγος και ναυτία. Ένα άτομο από την ομάδα της κουρκουμίνης εγκατέλειψε την μελέτη στο 12άμηνο λόγω παρενεργειών (είχε καούρες στο στήθος και εμετούς). Δύο άτομα από την ομάδα ελέγχου εγκατέλειψαν τη μελέτη στο εξάμηνο για λόγους που δεν είχαν σχέση με παρενέργειες.
Η μελέτη είναι σημαντική διότι τα επιστημονικά δεδομένα στον άνθρωπο σχετικά με την κουρκουμίνη είναι περιορισμένα – οι περισσότερες μελέτες έχουν γίνει σε ζώα και στο δοκιμαστκιό σωλήνα. Οι μελέτες στα ζώα έχουν δείξει ότι η κουρκουμίνη αναστέλλει ορισμένες ουσίες που ευνοούν τη φλεγμονή.
“Ακριβώς πώς η κουρκουμίνη ασκεί τα αποτελέσματά της δεν είναι βέβαιο, αλλά μπορεί να οφείλεται στην ικανότητά της να μειώνει την εγκεφαλική φλεγμονή η οποία έχει συνδεθεί τόσο με τη νόσο Αλτσχάιμερ όσο και με τη βαριά κατάθλιψη”, δήλωσε ο Small. Οι ερευνητές σκοπεύουν να επαναλάβουν τη μελέτη τους σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, περιλαμβανομένων και ατόμων με ήπια κατάθλιψη ώστε να δουν αν η κουρκουμίνη έχει αντικαταθλιπτικές ιδιότητες.
Δεν είναι σαφές αν η κατανάλωση κουρκουμά μια στις τόσες μπορεί να κάνει καλό καθώς στη μελέτη υπήρχε καθημερινή πρόσληψη κουρκουμίνης. Να σημειωθεί επίσης ότι στη μελέτη δόθηκε ένα διατροφικό συμπλήρωμα που είχε ικανοποιητική βιοδιαθεσιμότητα, κάτι που δεν ισχύει για τον κουρκουμά. Αυτή είναι η πρώτη μακροχρόνια (18 μηνών) διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη μιας βιοδιαθέσιμης μορφής κουρκουμίνης.