Τα τελευταία χρόνια, πάνω από 3 δισ. ευρώ μειώθηκε η δημόσια δαπάνη του φαρμάκου ετησίως στην Ελλάδα ενώ η μεγαλύτερη μείωση καταγράφηκε μετά το 2012, οπότε επιβλήθηκε κλειστός προϋπολογισμός στο κονδύλι του ΕΟΠΥΥ για τα σκευάσματα που αποζημιώνονται μέσω των ασφαλιστικών ταμείων (φάρμακα που διατίθενται από τα ιδιωτικά φαρμακεία με ιατρική συνταγή, για τα οποία οι ασφαλισμένοι πληρώνουν συμμετοχή).
Είναι γνωστό ότι η φαρμακευτική δαπάνη εκτοξεύτηκε από περίπου 1 δισ. ευρώ που ήταν το 2000 στα 5,1 δισ. ευρώ το 2009. Η δημόσια εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη έφτασε σε προκλητικά υψηλά επίπεδα λόγω ανυπαρξίας οποιουδήποτε μηχανισμού ελέγχου της συνταγογράφησης και πλήρους ασυδοσίας στο επίπεδο των τιμών.
Μεταξύ των ετών 2009 και 2015, και καθώς η χώρα μπήκε στο μνημόνιο έπρεπε να περιορίσει τις σπατάλες της και η φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε κατά 62%. Από τα 5,1 δισ. ευρώ το 2009, χρονιά όπου καταγράφηκε το υψηλότερο κόστος, το 2010 η φαρμακευτική δαπάνη έπεσε στα 4,52 δισ. ευρώ, το 2011 στα 3,75 δισ. ευρώ, το 2012 στα 2,88 δισ. ευρώ, το 2013 στα 2,37 δισ. ευρώ, και το 2014 σε 2 δισ ευρώ. Αυτό συνέβη χωρίς να μειωθεί ο όγκος των συνταγών -το αντίθετο έγινε- και χωρίς να αυξηθεί η διείσδυση των γενοσήμων στην ελληνική αγορά.
Η μείωση επετεύχθη με την επιβολή κλειστού πρϋπολογισμού και την ηλεκτρονική συνταγογράφηση που ξεκίνησε το 2012, η οποία έδωσε εικόνα για το πόσα φάρμακα γράφουν οι γιατροί.
Η επιβολή κλειστού προϋπολογισμού σημαίνει πως όταν το όριο που έχει οριστεί για τον ΕΟΠΥΥ και τα δημόσια νοσοκομεία ξεπερνιέται (με βάση το ύψος των ιατρικών συνταγών για τα αποζημιούμενα σκευάσματα), η επιπλέον δαπάνη καλύπτεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες και παρακρατείται από τις πληρωμές τους μέσω του μηχανισμού του claw back (μηχανισμός αυτόματων επιστροφών). Την ίδια στιγμή, οι φαρμακευτικές εταιρείες υποχρεώνονται σε αναγκαστικές εκπτώσεις στα σκευάσματα που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά και είναι στη λίστα αποζημίωσης (rebate). Το ύψος των αναγκαστικών επιστροφών είναι σήμερα στα 1,21 δισ. ευρώ.
Η ηγεσία του υπουργείου Υγείας, παρά τους “κόφτες” που έχει επιβάλλει στις ιατρικές συνταγές, δεν έχει καταφέρει ακόμη να περιορίσει, αλλά ούτε και να ελέγξει τον όγκο της συνταγογράφησης από τους γιατρούς. Τα στοιχεία δείχνουν πως ο μέσος όρος των συνταγών για φάρμακα από τους γιατρούς ξεπερνά μηνιαίως τα 6,5 εκατ., όταν το 2010 εκτιμάται πως γράφονταν κατά μέσο όρο περίπου 4,5 εκατ. συνταγές το μήνα.
Από την άλλη πλευρά, οι συνεχείς μειώσεις που επέβαλε το υπουργείο στα γενόσημα φάρμακα οδήγησαν στην αναγκαστική απόσυρση οικονομικών και αποτελεσματικών δραστικών ουσιών και στην υποκατάστασή τους από νέες ακριβότερες δραστικές ουσίες για τις ίδιες ενδείξεις, εκτινάσσοντας τους προϋπολογισμούς.
Τα γενόσημα
Τα γενόσημα παραμένουν καθηλωμένα σε χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα, της τάξης του 22-24%, όταν στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυμαίνονται μεταξύ 50-80%. Ο στόχος να φτάσουν στο 60% του μεριδίου της αγοράς δεν φαίνεται εύκολο να επιτευχθεί. Ένας λόγος είναι ότι η διαφορά στις τιμές μεταξύ πρωτότυπων φαρμάκων που έχουν χάσει την πατέντα τους (off-patent) και γενοσήμων είναι μικρές. Ορισμένοι λένε ότι τα ελληνικά γενόσημα έχουν υψηλές τιμές και ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πιέζει για μείωση των τιμών προκειμένου να προστατέψει την ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Ωστόσο μια αύξηση του μεριδίου αγοράς που κατέχουν τα γενόσημα θα επέτρεπε την μείωση των τιμών τους.
Η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία υποστηρίζει ότι αν οι τιμές των γενοσήμων μειωθούν, τα περισσότερα από αυτά τα φάρμακα δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν κοστολογικά, με αποτέλεσμα να αποσυρθούν και να υποκατασταθούν από νέα ακριβά φάρμακα. Σύμφωνα με την ΠΕΦ (Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανία), το 60% των ελληνικών παραγόμενων φαρμάκων είναι ζημιογόνα και κινδυνεύουν με απόσυρση και υποκατάσταση από άλλα εισαγόμενα ακριβά πρωτότυπα.
Τα γενόσημα, που αποτελούν την κύρια ελληνική παραγωγή έχουν μέση τιμή 7 ευρώ ενώ τα προστατευόμενα φάρμακα εισαγωγής διατίθενται με μέση τιμή τα 100 ευρώ επιβαρύνοντας τη φαρμακευτική δαπάνη όχι μόνο διότι είναι ακριβότερα αλλά κι επειδή υπάρχει γι’ αυτά υπερβολική συνταγογράφηση. Σύμφωνα με τη ΠΕΦ, οι σημερινές τιμές των γενοσήμων φαρμάκων είναι σε σχέση με το 2009 μειωμένες κατά 69% όταν η μείωση στα off patent είναι 30,5% και στα on patent 22,5%. Η τιμολογιακή πολιτική είχε επικεντρωθεί στη συνεχή πτώση της τιμής των γενοσήμων, κάτι που δημιουργεί προβλήματα βιώσιμης παραμονής τους στην αγορά. Πολλά γενόσημα με τιμές από 1 έως 4 ευρώ αντιμετωπίζουν το φάσμα της απόσυρσης από την αγορά καθώς το κόστος παραγωγής τους είναι αδύνατο να καλυφθεί. Από την άλλη μεριά, δεν επιβεβαιώθηκε το σενάριο ότι η μείωση της τιμής τους θα έχει ως αποτέλεσμα την μεγαλύτερη διείσδυσή τους. Να σημειωθεί πάντως ότι στη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη τα γενόσημα έχουν φτάσει στο 80% σε όγκο, αν και σε κόστος είναι χαμηλά λόγω των θεραπειών υψηλού κόστους για τον καρκίνο και άλλες ασθένειες που κοστίζουν ακριβά.
Σύμφωνα με την ΠΕΦ, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που επιβάλλει clawback στα γενόσημα. Μόνο την περίοδο 2015-2017 οι τιμές των γενοσήμων υπέστησαν ‘κούρεμα’ της τάξης του 31,9% ενώ την ίδια περίοδο οι τιμές των εισαγόμενων νέων φαρμάκων μειώθηκαν μόνο κατά 5,6%. Στη θέση τους συνταγογραφούνται αναπόφευκτα ακριβά εισαγόμενα φάρμακα και αυτό έχει δυσάρεστες συνέπειες για την οικονομία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους ασθενείς. Πρόσφατα στοιχεία του ΕΟΠΠΥ δείχνουν ότι οι νέες δραστικές ουσίες που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά από το 2014 και μετά επιβάρυναν τη φαρμακευτική δαπάνη με 260 περίπου εκατομμύρια ευρώ το 2016.
Να σημειωθεί ότι σήμερα η συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι χαμηλότερη από το μέσο ευρωπαϊκό όρο – βρίσκεται στα 2/3 του μέσου όρου της Ευρώπης.