Τα διάφορα θρεπτικά συστατικά συχνά ενεργούν με συνδυασμένο τρόπο στο σώμα. Αυτό σημαίνει ότι η αποτελεσματικότητά τους, ως ένα σημείο, εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα άλλων θρεπτικών στοιχείων. Τώρα μια μελέτη δείχνει ότι το μαγνήσιο βοηθάει στην ενεργοποίηση της βιταμίνης D και στη μεγιστοποίηση του οφέλους που προκύπτει από αυτή για το σώμα.
Μια ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “The Journal of the American Osteopathic Association” βρήκε ότι η βιταμίνη D δεν μπορεί να μεταβολιστεί χωρίς επαρκή επίπεδα μαγνησίου. Κι αυτό διότι τα ένζυμα που μεταβολίζουν τη βιταμίνη D απαιτούν μαγνήσιο. Η βιταμίνη D πρέπει να να μετατραπεί από την αποθηκευμένη ή αδρανή της μορφή (25 [OH] D) στην ενεργή μορφή (1,25 [OH] 2D) πριν ασκήσει τις βιολογικές λειτουργίες της και να δώσει τα οφέλη της. Οι μετατροπές στα διάφορα στάδια της βιταμίνης D εξαρτώνται από τη βιοδιαθεσιμότητα του μαγνησίου.
Το συμπέρασμα είναι πως αν υπάρχει έλλειψη μαγνησίου, η βιταμίνη D παραμένει αποθηκευμένη και ανενεργή σε ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που μπορεί να φτάνει ακόμα και το 50%.
«Χωρίς μαγνήσιο, η βιταμίνη D δεν είναι πραγματικά χρήσιμη ή ασφαλής», είπε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Mohammed Razzaque, καθηγητής παθολογίας στο Lake Erie College of Osteopathic Medicine.
Το μαγνήσιο ενεργοποιεί περισσότερα από 600 ένζυμα και επηρεάζει τα εξωκυτταρικά επίπεδα του ασβεστίου. Είναι το τέταρτο πιο άφθονο μέταλλο στο ανθρώπινο σώμα μετά από το ασβέστιο, το κάλιο και το νάτριο. Περίπου το 40% της συνολικής περιεκτικότητας σε μαγνήσιο στο σώμα είναι ενδοκυτταρικό ενώ σχεδόν το 60% μαγνησίου υπάρχει στα οστά και τα δόντια, με λιγότερο από το 1% στα εξωκυτταρικά υγρά. Περίπου το 0,3% του συνολικού μαγνησίου βρίσκεται στο αίμα αλλά αυτό δεν αντανακλά τη συνολική ποσότητά του στο σώμα. Ακόμα και όταν η περιεκτικότητα του σώματος σε μαγνήσιο είναι μικρή, αυτή του αίματος παραμένει σχετικά σταθερή.
Το μαγνήσιο είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση μιας υγιούς καρδιάς, βοηθάει στη σταθεροποίηση του ρυθμού της και παίζει ρόλο στην πρόληψη της ανώμαλης πήξης του αίματος στην καρδιά. Επίσης βοηθά στη διατήρηση των υγιών επιπέδων πίεσης του αίματος. Μελέτες έχουν βρει ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό στη μείωση του ρυθμού των καρδιακών προσβολών και των εγκεφαλικών επεισοδίων.
Έχει βρεθεί θετική συσχέτιση μεταξύ της διαιτητικής πρόσληψης μαγνησίου και της οστικής πυκνότητας. Αν και η έρευνα γύρω από την οστεοπόρωση έχει επικεντρωθεί στην αυξημένη πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D, μια μελέτη έδειξε ότι τα άτομα που κατανάλωναν την υψηλότερη ποσότητα μαγνησίου (420 mg τους άνδρες και 320 mg για τις γυναίκες) είχαν υψηλότερη οστική πυκνότητα και χαμηλότερο κίνδυνο οστεοπόρωσης.
Τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε μαγνήσιο είναι: αμύγδαλα, μπανάνες, φασόλια, μπρόκολο, καστανό ρύζι, κάσιους, κρόκος αυγού, ιχθυέλαια, λιναρόσπορος, πράσινα λαχανικά, γάλα, μανιτάρια, κολοκυθόσπουροι, σουσάμι, σόγια και δημητριακά ολικής αλέσεως.
Ενώ η συνιστώμενη ημερήσια δόση μαγνησίου είναι 420 mg για τους άνδρες και 320 mg για τις γυναίκες, η μέση διατροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες περιέχει μόνο περίπου το μισό αυτών των ποσοτήτων.
Οι ερευνητές λένε ότι η κατανάλωση μαγνησίου από φυσικά τρόφιμα έχει μειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, εξαιτίας της βιομηχανοποιημένης γεωργίας και των αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες. Η πρόσληψη μαγνησίου είναι χαμηλή σε πληθυσμούς που καταναλώνουν επεξεργασμένα τρόφιμα.
“Με την κατανάλωση μιας βέλτιστης ποσότητας μαγνησίου, κάποιος μπορεί να μειώσει τους κινδύνους ανεπάρκειας της βιταμίνης D και να μειώσει την εξάρτηση από τα συμπληρώματα βιταμίνης D”, ανέφερε ο Razzaque.
Πηγή: Role of Magnesium in Vitamin D Activation and Function. The Journal of the American Osteopathic Association, 2018.