Σύμφωνα με τη νέα έκδοση της κλαδικής μελέτης για το φάρμακο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP, η συνολική φαρμακευτική δαπάνη (δημόσια & ιδιωτική) παρουσίασε ανοδική πορεία την περίοδο 2006-2009 και το 2009 διαμορφώθηκε σε 8.461 εκατ. ευρώ (στο 3,7% του ΑΕΠ). Στη συνέχεια (την περίοδο 2009-2016) καταγράφεται πτώση και το 2016 εκτιμάται ότι η συνολική φαρμακευτική δαπάνη ήταν 4.992,6 εκατ. ευρώ ( στο 2,9% του ΑΕΠ).
Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη κινήθηκε ανοδικά την περίοδο 2006-2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 14,6%. Η επιβολή μέτρων που επιβλήθηκαν στα πλαίσια της δημοσιονομικής εξυγίανσης, οδήγησε σε αλλεπάλληλες μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων την τελευταία πενταετία και σε συνδυασμό με την αλλαγή του συντελεστή ΦΠΑ, επέφερε σημαντική πτώση, στα 1.945 εκατ. ευρώ το 2016. Η συμμετοχή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στη συνολική φαρμακευτική δαπάνη διαμορφώθηκε στο 39% το 2016, εντυπωσιακά μειωμένη σε σχέση με την αντίστοιχη συμμετοχή (62,4%) του 2009. Η εν λόγω δαπάνη δεν θα υπερβεί τα 1.945 εκατ. ευρώ το 2018.
H ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη εμφάνιζε μειοψηφική συμμετοχή επί της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης την περίοδο 2007-2011. Την περίοδο 2012-2015 διευρύνθηκε με έντονο ρυθμό, με συνέπεια το 2015 να ανέλθει στα 3.603 εκατ. ευρώ, καλύπτοντας το 64,3% της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης. Η μείωση της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης (λόγω ανατιμολογήσεων) και η θεσμική οριοθέτηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στα ίδια περίπου επίπεδα, είχαν ως αποτέλεσμα η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη να είναι μειωμένη το 2016 και να διαμορφώνεται στα 3.048 εκατ. ευρώ.
Οι πωλήσεις των φαρμακείων
Ο αριθμός των φαρμακείων εμφάνισε διαχρονική αύξηση την περίοδο 2004-2014 (10.521 το 2014 από 9.182 το 2004). Η συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους των φαρμακοποιών και τα έντονα προβλήματα ρευστότητας τα τελευταία χρόνια, οδήγησαν σε αναστολή της λειτουργίας αρκετών φαρμακείων, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου (Π.Φ.Σ.), το 2016, ο αριθμός των φαρμακείων δείχνει σημάδια σταθεροποίησης την τελευταία διετία, καθώς εκτιμώνται σε 10.394 περίπου (τα συστεγαζόμενα φαρμακεία εκτιμώνται σε 770 περίπου), από 10.380 το 2015.
Η λειτουργία 10.394 φαρμακείων στην Ελλάδα, έχει ως αποτέλεσμα κάθε φαρμακείο να αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε 1.049 κατοίκους, το πυκνότερο στην Ευρώπη.
Η ραγδαία αύξηση της χρήσης του διαδικτύου για την πραγματοποίηση αγορών τα τελευταία χρόνια, οδήγησε ορισμένα φαρμακεία να προχωρήσουν στη σύσταση “ηλεκτρονικού” καταστήματος (ηλεκτρονικά φαρμακεία) προκειμένου να ενισχύσουν τα έσοδά τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, καθώς εμφανίζουν σημαντική ενίσχυση των πωλήσεών τους, ως αποτέλεσμα τόσο της αυξανόμενης τάσης για αγορές μέσω διαδικτύου όσο και των σημαντικών εκπτώσεων/προσφορών που πραγματοποιούν.
Οι συνολικές πωλήσεις φαρμάκων (σε τιμές λιανικής) παρουσίασαν ανοδική πορεία την περίοδο 2004-2009 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11% περίπου. Οι διαδοχικές μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων στη συνέχεια και η εφαρμογή ελέγχων στη συνταγογράφηση, είχαν ως αποτέλεσμα η αξία των συνολικών πωλήσεων φαρμάκων να συρρικνωθεί την περίοδο 2009-2016 κατά 52%). Το 2016 οι εν λόγω πωλήσεις διαμορφώθηκαν στα 3.373,2 εκατ. ευρώ από τα 4.119,4 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος (μείωση 18,1%). Για το 2017 η εκτίμηση είναι στα 3.300 εκατ. ευρώ.
Η πτώση των πωλήσεων δεν οφείλεται σε χαμηλότερη επισκεψιμότητα στα φαρμακεία αλλά στη μείωση της μέσης δαπάνης ανά απόδειξη, ως αποτέλεσμα της διάθεσης φαρμάκων χαμηλότερου κόστους (γενόσημα).
Τα έσοδα από τα φάρμακα, καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου (περίπου 82%), ενώ ακολουθούν τα παραφαρμακευτικά προϊόντα (βιταμίνες, σιρόπια, αντιαλλεργικά, παιδικές τροφές, συμπληρώματα, κτλ) με 14% και τα καλλυντικά με 4%. Τα συνταγογραφούμενα φάρμακα εκτιμάται ότι κάλυψαν ποσοστό 60% περίπου της αξίας των συνολικών πωλήσεων των φαρμακείων και ακολούθησαν τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα φάρμακα υψηλού κόστους, το μερίδιο των οποίων εκτιμάται σε 13% και 9% αντίστοιχα.