Η Ελλάδα είναι πρώτη χώρα στην Ευρώπη σε εισαγωγές ακριβών φαρμάκων και τελευταία στη χρήση γενοσήμων, ανέφερε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θεόδωρος Τρύφων, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ).
Ο κ. Τρύφων είπε ότι αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα λειτουργούν 28 εργοστάσια υψηλής τεχνολογίας που μπορούν να καλύψουν κατά τουλάχιστον 50% τις ανάγκες του ελληνικού κοινού με ποιοτικά ελληνικά γενόσημα.
Για το θέμα της Novartis ο κ. Τρύφων ανέφερε ότι διερευνάται τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. “Δεν θα ήταν σωστό, τη στιγμή αυτή, να κάνω οποιοδήποτε σχόλιο επ’ αυτού, αν και είναι σαφές ότι η ανακίνηση του όλου θέματος από τις αμερικανικές αρχές, πέραν των άλλων, συνδέεται και με το γενικότερο εμπορικό ανταγωνισμό Ευρώπης-ΗΠΑ”.
Για το ζήτημα του επιχειρηματικού ανταγωνισμού είπε ότι οι φαρμακοβιομηχανίες στην Ελλάδα – πολυεθνικές και ελληνικές, ακολουθούν έναν αυστηρό Κώδικα Δεοντολογίας με συγκεκριμένους κανόνες αποφυγής αθέμιτων πρακτικών. Τη δεοντολογία αυτή οφείλουν οι εταιρείες να την διασφαλίζουν με ειδικές υπηρεσίες αυστηρού εσωτερικού ελέγχου και αυτό δεν αφορά μόνο τον μεταξύ τους ανταγωνισμό αλλά και την ορθή εφαρμογή των νόμων και κανονιστικών διατάξεων της Πολιτείας. Τα στοιχεία κάθε επιστημονικής χορηγίας ή ιατρικού επιστημονικού συνεδρίου αναρτώνται πλέον στον ΕΟΦ και η διαφάνεια είναι πλήρης.
Σχετικά με τη διείσδυση των γενοσήμων στην ελληνική αγορά, ο πρόεδρος της ΠΕΦ ανέφερε: “Όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευνοούν τη χρήση των οικονομικών γενοσήμων, που είναι ουσιωδώς όμοια φάρμακα με όσα έχασαν την αρχική πατέντα τους και παράγονται με τους ίδιους αυστηρούς κανόνες ποιοτικού ελέγχου. Τα ποσοστά συμμετοχής των γενοσήμων, ακόμα και σε χώρες προηγμένης φαρμακευτικής τεχνολογίας, ξεπερνούν κατά πολύ το 50% γιατί η συμμετοχή των γενοσήμων στη φαρμακευτική δαπάνη λειτουργεί παντού ως εξισορροπητικός παράγοντας συγκράτησης του κόστους. Αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα της κρίσης, όπου τα γενόσημα έχουν καθηλωθεί σε ποσοστά κάτω του 20%. Είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη σε εισαγωγές ακριβών φαρμάκων και η τελευταία σε χρήση οικονομικών γενοσήμων. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα λειτουργούν 28 εργοστάσια υψηλής τεχνολογίας που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες των ασθενών σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% με ποιοτικά ελληνικά γενόσημα, τα οποία άλλωστε αποτελούν το δεύτερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας.
Για την υπερβολική συνταγογράφηση ο κ. Τρύφων είπε: “Σήμερα οι μηνιαίες συνταγές που εκδίδονται ξεπερνούν τα 6 εκατομμύρια. Αυτή η υπερβολή δεν αφορά μόνο στην ποσότητα αλλά ορίζει και την κατεύθυνση της υπερσυνταγογράφησης, μεγάλο μέρος της οποίας επιλέγει αναιτίως ακριβά φάρμακα, ενώ υπάρχουν διαθέσιμες φθηνότερες θεραπείες. Σε ότι αφορά στην τιμολόγηση, το μεγάλο θύμα της υπήρξαν τα γενόσημα. Μεταξύ 2009 και 2016 οι τιμές τους μειώθηκαν κατά 67%. Οι αντίστοιχες μειώσεις που δέχτηκαν τα εισαγόμενα on patent ήταν 33%. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τελευταία Δελτία Τιμών η μέση μείωση των παλαιών οικονομικών φαρμάκων ήταν 12% και των νέων ακριβών εισαγόμενων 2%. Σε αυτά πρέπει να προσθέσετε και τις υποχρεωτικές επιστροφές της βιομηχανίας προς τον ΕΟΠΥΥ που λειτουργούν ως μία επιπλέον μείωση της τιμής. Σήμερα ένα στα τρία φάρμακα προσφέρονται από τη βιομηχανία στον ΕΟΠΥΥ δωρεάν”.
Σχετικά με μια ανώνυμη επιστολή που δημοσιεύθηκε υπονοούσε ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία ίσως έτυχε ειδικής μεταχείρισης από το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια ο πρόεδρος της ΠΕΦ είπε ότι η επιστολή αυτή παραθέτει εντελώς ψεύτικα στοιχεία.
“Τα οικονομικά φάρμακα -που αποτελούν και τη βάση της ελληνικής παραγωγής – έχουν καθηλωθεί στο 20% της αγοράς. Κάθε εξάμηνο τα φάρμακά αυτά δέχονται μεγάλες μειώσεις των τιμών τους, με αποτέλεσμα πολλά να οδηγούνται σε απόσυρση και να υποκαθίστανται από ακριβότερες θεραπείες. Σε αυτό το περιβάλλον της απαξίωσης των δοκιμασμένων οικονομικών φαρμάκων και προ του κινδύνου της πλήρους υποκατάστασής τους από ακριβές εισαγωγές, οι κυβερνήσεις με τις οδηγίες της τρόϊκα υιοθέτησαν από το 2012 σταδιακές μειώσεις τιμών. Και αυτό συνέβη για την πρόσκαιρη προστασία των [ασφαλιστικών] Ταμείων και των ασθενών. Η ρύθμιση αυτή, η οποία ουδόλως μετέβαλε τη συνολική καταστροφική αντιμετώπιση των ελληνικών φαρμάκων – και βέβαια δεν είχε την παραμικρή επίπτωση στον κλειστό προϋπολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης – έγινε αφορμή παρεξηγήσεων και εκμετάλλευσης από συγκεκριμένα συμφέροντα. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μόνο δεινά υφίσταται από τις μνημονιακές πολιτικές”.