Η μείωση των ανισοτήτων στην υγεία, μπορεί να τονώσει σημαντικά και την οικονομία, ενώ η μείωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων κατά 10%, θα μπορούσε να εξοικονομήσει 20 δισ. ευρώ ετησίως στις χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, ανέφερε ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρης Παπαδημούλης στο συνέδριο «The Future of Healthcare in Greece» που πραγματοποίησε χθες το Health Daily και η εταιρεία Boussias.
Oι προκλήσεις που αφορούν την υγεία στην ΕΕ, αλλά και στην Ελλάδα είναι σημαντικές, είπε ο κ. Παπαδημούλης και πρόσθεσε: «Η επάρκεια χρηματοδότησης των συστημάτων υγείας σε όλη την Ευρώπη είναι αιτία ανησυχίας, εξαιτίας της πίεσης στις δημόσιες δαπάνες, της μειούμενης βάσης εσόδων του συστήματος ασφάλισης υγείας και του ήδη υψηλού ποσοστού ιδιωτικών δαπανών, που στην Ελλάδα είναι πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επίσης, κεντρικό πολιτικό ζήτημα αποτελεί η πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών στα νέα φάρμακα, σε προσιτές τιμές αποζημίωσης. Σε εξέλιξη βρίσκονται ήδη διακρατικές συνεργασίες, που ενισχύουν τη διαπραγματευτική δύναμη των χωρών που συμμετέχουν απέναντι στις πολυεθνικές του φαρμάκου, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται, με τη βοήθεια και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρωτοβουλίες ευρύτερων πολιτικών συμμαχιών με επίκεντρο τη φαρμακευτική πολιτική στην Ευρώπη.
Μέσα στην ΕΕ υπάρχουν σημαντικές ανισότητες και μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε. Για παράδειγμα:
- Tο προσδόκιμο ζωής σε ολόκληρη την E.E. κυμαίνεται από 70 έως 83 έτη, μια διαφορά 13 ετών μεταξύ της χώρας με το χαμηλότερο και της χώρας με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής.
- Η διάρκεια υγιούς ζωής στην ΕΕ, δηλαδή χωρίς να έχει εκδηλωθεί κάποια ασθένεια στη ζωή του ατόμου, κυμαίνεται από 60 έως 73 έτη.
- Η βρεφική θνησιμότητα έχει περισσότερες από 10 μονάδες διαφορά στην ψαλίδα μεταξύ των κρατών.
- Για τα παιδιά που εμβολιάστηκαν κατά της ερυθράς, η διαφορά στα ποσοστά είναι τεράστια, καθώς σε κάποιες χώρες είναι 42% και σε άλλες 99%.
Πρόκειται για ανησυχητικές ανισότητες που πρέπει να αντιμετωπιστούν με αποφασιστικές ενέργειες, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Έχει υπολογιστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ότι η μείωση της ανισότητας στον τομέα της υγείας κατά 1% ετησίως θα αυξήσει τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ανά χώρα κατά 0,15%.
Η μείωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων κατά 10% θα μπορούσε να εξοικονομήσει 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως στις χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα. Παράλληλα, το κόστος της μη ανάληψης δράσης, των καθυστερήσεων και αναβολών, είναι σημαντικό: το άμεσο και έμμεσο κόστος του υψηλού φόρτου ασθενείας στις χώρες μπορεί να καταναλώσει έως και 15-20% του ΑΕΠ.
Για την Ελλάδα, η έρευνα του ΟΟΣΑ δείχνει ότι ενώ το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στη χώρα μας αυξάνεται σταθερά (81,1 έτη), μειώνεται ο χρόνος που διανύεται με καλή υγεία. Κι αυτό, εξ’ αιτίας της αύξησης των καρδιαγγειακών νοσημάτων και του καρκίνου, αλλά και λόγω της επιβάρυνσης της υγείας του πληθυσμού από παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τη συμπεριφορά (κάπνισμα, διατροφή, έλλειψη σωματικής άσκησης, παιδική παχυσαρκία, κατάχρηση αλκοόλ) ή άλλους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες (ανεργία, φτωχοποίηση, «ανθυγιεινές» συνθήκες ζωής και εργασίας , υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος κ.ά.).
Σε μείζον πρόβλημα του Συστήματος Υγείας – για να ανταποκριθεί με επάρκεια στην αυξημένη ψυχοσωματική ευαλωτότητα και νοσηρότητα που προκαλεί η οικονομική κρίση – αναδεικνύονται οι ανεπαρκείς δημόσιες δαπάνες υγείας στη χώρα μας (5,1%), με δεδομένο ότι ο μέσος όρος των δημόσιων δαπανών υγείας στην Ευρωζώνη είναι 7,2%, περίπου 40% περισσότερο.