Στις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το σύστημα Υγείας στην Ελλάδα αλλά και στις νέες προσεγγίσεις που απαιτούνται για την επίλυσή τους, αναφέρθηκε κατά την παρέμβασή του στο συνέδριο «The Future of Healthcare in Greece», ο ΓΓ Δημόσιας Υγείας Γιάννης Μπασκόζος.
Ο κ. Μπασκόζος σημείωσε τη συνεχιζόμενη υψηλή συμβολή των ιδιωτικών δαπανών στις συνολικές δαπάνες για την υγεία, τις διαφορές στην κατανομή των πόρων, τις ανισότητες στην πρόσβαση λόγω οικονομικών προβλημάτων, την ανισοκατανομή του υγειονομικού προσωπικού και τέλος τις μειωμένες δαπάνες για τη δημόσια υγεία.
Στην ανάλυσή του, επισήμανε ότι οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία αντιστοιχούν στο 5% του ΑΕΠ σε σχέση με 7,2% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντιπροσωπεύουν μόλις το 59% των συνολικών δαπανών για την υγεία, το τέταρτο χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Για τις διαφορές στην κατανομή των πόρων σημείωσε ότι η Ελλάδα έχει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό δαπανών για νοσοκομειακή περίθαλψη το οποίο αντιπροσωπεύει το 40% των δαπανών για την υγεία το 2015, και επιπλέον ότι το μερίδιο της κατανομής των πόρων για ιατρικο-φαρμακευτικά προϊόντα στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλό της τάξης του 30%.
Επίσης ανέφερε ότι η μη ικανοποιούμενη ανάγκη για ιατρική περίθαλψη λόγω κόστους, απόστασης ή χρόνου αναμονής τριπλασιάστηκε κατά την τελευταία δεκαετία και είναι πλέον η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ (12,3% έναντι 3,3% του μέσου όρου της ΕΕ).
Αναφερόμενος στο τι πρέπει να γίνει, ο ΓΓΔΥ υπογράμμισε ότι απαιτούνται νέες προσεγγίσεις με κύριο στόχο την ενίσχυση της προσπάθειας για διατήρηση και βελτίωση της υγείας των πολιτών και όχι το αέναο κυνήγι της αντιμετώπισης της ασθένειας.
Επίσης, ότι είναι απαραίτητη η επένδυση σε εκείνους τους τομείς και υπηρεσίες που ενθαρρύνουν την οικονομική ανάπτυξη και την μείωση της ανεργίας και σε αυτούς τους τομείς που ενισχύουν την αλληλεγγύη και την ισότητα όπως η κοινωνική προστασία και η εκπαίδευση.
Μια ιδιαιτερότητα του ελληνικού συστήματος υγείας, σύμφωνα με τον κ. Μπασκόζο, είναι η ανισοκατανομή του υγειονομικού προσωπικού. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλες γεωγραφικές ανισότητες στην κατανομή των γιατρών. Η πυκνότητα των γιατρών το 2014 κυμαινόταν από 2,9 ανά 1.000 κατοίκους στη Δυτική Μακεδονία και στην Κεντρική Ελλάδα έως 8,6 ανά 1.000 κατοίκους στην Αττική (ΕΛΣΤΑΤ, 2016). Παρότι παρασχέθηκαν ορισμένα οικονομικά κίνητρα σε γιατρούς που εργάζονται σε αγροτικές περιοχές της Ελλάδας, αυτά δεν αποδείχτηκαν επαρκή για την πρόσληψη και την παραμονή προσωπικού σε αυτές τις περιοχές, ανέφερε.
Άλλη ιδιαιτερότητα του ελληνικού συστήματος υγείας είναι ότι αντιμετωπίζει ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά διαθέτει δυσανάλογα μεγάλο αριθμό ειδικών γιατρών. Το πάγωμα των προσλήψεων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα που επιβλήθηκε το 2010, οδήγησε σε μείωση κατά 15% του προσωπικού που απασχολείται σε νοσοκομεία. Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει μακράν την υψηλότερη αναλογία γιατρών σε σχέση με τον πληθυσμό (6,3 ανά 1.000 άτομα) στην ΕΕ. Η συντριπτική πλειονότητα των γιατρών είναι ειδικοί γιατροί και μόνο μια μικρή μειονότητα (6%) είναι γενικοί ή οικογενειακοί γιατροί.
Σε αντίθεση με τον αριθμό των γιατρών, η αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού προς τον πληθυσμό είναι μακράν η χαμηλότερη στην ΕΕ (3,2 έναντι 8,4 ανά 1000).
Η Ελλάδα έχει τις χαμηλότερες δαπάνες για υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) μεταξύ των χωρών. Η καθολική κάλυψη με έμφαση στην ΠΦΥ και η διασφάλιση της κατανομής των περιορισμένων οικονομικών πόρων με βάση το κοινωνικό συμφέρον, αποτελεί το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, υπογράμμισε ο κ. Μπασκόζος.
Η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ιδιωτικών δαπανών για την υγεία στην ΕΕ συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες. Το 2015 οι άμεσες πληρωμές συνιστούσαν πάνω από το ένα τρίτο (35%) των συνολικών δαπανών για την υγεία, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου (15%) στην ΕΕ και το τέταρτο υψηλότερο μεταξύ των κρατών μελών. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία είναι 13%, ενώ της Αγγλίας κυμαίνεται γύρω στο 11%. Ο κύριος όγκος των άμεσων πληρωμών από τους ασθενείς (90%) στην Ελλάδα αφορά την αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών κι όχι τη συμμετοχή στις πληρωμές. Από τις εν λόγω ιδιωτικές δαπάνες, σχεδόν το ένα τρίτο αποτελείται από άτυπες πληρωμές που καταβάλλονται κυρίως σε χειρουργούς για να παρακαμφθούν οι λίστες αναμονής και για την εξασφάλιση της θεωρούμενης «καλύτερης φροντίδας».
Όσον αφορά την πολιτική στον τομέα του φαρμάκου, ανέφερε ότι αυτό που πρέπει να κάνουν η ΕΕ και οι θεσμοί, είναι να αποδεχτούν την πραγματικότητα πως δεν μπορεί η Ελλάδα να συνεχίσει να πορεύεται με τόσο χαμηλό ποσοστό δημόσιων δαπανών υγείας, να ενισχύσει τη διαπραγματευτική δύναμη όλων των χωρών απέναντι στη φαρμακοβιομηχανία και να ενισχύσει την προσπάθεια για διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και πάταξη της κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος.