Το κώδωνα του κινδύνου κρούει μια μελέτη που βρήκε ότι πάνω από το 90% των μπουκαλιών εμφιαλωμένου νερού περιέχουν μικροσκοπικά κομμάτια πλαστικών, τα οποία ο καταναλωτής καταπίνει εν αγνοία του.
Μια προηγούμενη μελέτη είχε επίσης βρει μικροσκοπικά πλαστικά στο νερό της βρύσης. Σύμφωνα με την παρούσα έρευνα, τα πλαστικά κομμάτια στο εμφιαλωμένα νερό είναι σχεδόν σε διπλάσια σε ποσότητα από το νερό της βρύσης.
Μετά την ανακοίνωση της μελέτης, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) είπε ότι θα προχωρήσει στην επανεξέταση των πιθανών κινδύνων του πλαστικού στο πόσιμο νερό.
Ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, με επικεφαλής την καθηγήτρια χημείας Sherri Mason έκαναν την ανάλυσή τους για λογαριασμό του δημοσιογραφικού οργανισμού Orb Media. Ανέλυσαν 259 μπουκάλια από 19 τοποθεσίες σε εννέα χώρες σε 11 μάρκες, βρίσκοντας κατά μέσο όρο 325 πλαστικά σωματίδια για κάθε λίτρο νερού που πωλείται.
Από τα 259 μπουκάλια που ελέγχθηκαν, μόνο τα 17 δεν περιείχαν καθόλου ίχνη πλαστικών. Το πιο συχνό είδος πλαστικού στα εμφιαλωμένα νερά ήταν το πολυπροπυλένιο που χρησιμοποιείται και στα πλαστικά καπάκια των μπουκαλιών.
Τα μπουκάλια είχαν αγορασθεί στις χώρες: ΗΠΑ, Κίνα, Βραζιλία, Ινδία, Ινδονησία, Μεξικό, Λίβανο, Κένυα και Ταϊλάνδη. Οι ΗΠΑ είχαν το υψηλότερο ποσοστό μόλυνσης, 94%. Ο Λίβανος και η Ινδία είχαν τα επόμενα υψηλότερα ποσοστά. Τα ευρωπαϊκά κράτη συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Γαλλίας είχαν το χαμηλότερο ποσοστό μόλυνσης, 72%.
Οι 11 μάρκες που αναλύθηκαν, ήταν:
- Aqua (Danone),
- Aquafina (PepsiCo),
- Bisleri (Bisleri International),
- Dasani (Coca-Cola),
- Epura (PepsiCo),
- Evian (Danone),
- Gerolsteiner (Gerolsteiner Brunnen),
- Minalba (Grupo Edson Queiroz),
- Nestle Pure Life (Nestle),
- San Pellegrino (Nestle)
- Wahaha (Hangzhou Wahaha Group).
Σε ένα μπουκάλι Nestlé Pure Life, οι συγκεντρώσεις ήταν τόσο υψηλές όσο 10.000 πλαστικά κομμάτια ανά λίτρο νερού.
Η ρύπανση των πλαστικών
Οι νέες αναλύσεις υποδεικνύουν την πανταχού παρούσα έκταση της μικροπλακτικής μόλυνσης στο παγκόσμιο περιβάλλον. Προηγούμενες εργασίες είχαν επικεντρωθεί στην πλαστική ρύπανση στους ωκεανούς, συμπεραίνοντας ότι οι άνθρωποι τρώνε μικροσκοπικά πλαστικά μέσω μολυσμένων θαλασσινών. “Έχουμε αρκετά στοιχεία από την εξέταση της άγριας πανίδας και τις επιπτώσεις που έχει στην άγρια φύση, και ανησυχούμε”, δήλωσε η Mason. “Αν επηρεάζει την άγρια φύση, τότε πώς πιστεύουμε ότι δεν επηρεάζει και εμάς;”
Μια ξεχωριστή ιρλανδική μελέτη που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2017 διαπίστωσε μικροπλαστική μόλυνση σε μια χούφτα νερό της βρύσης. “Δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο αντίκτυπος στην υγεία και γι ‘αυτό θα πρέπει να ακολουθήσουμε την αρχή της προφύλαξης”, δήλωσε η Anne Marie Mahon από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο Galway-Mayo που διεξήγαγε την έρευνα. Από τη στιγμή που βρίσκονται σε νανομετρική κλίμακα, μπορούν να διεισδύσουν μέσα στα κύτταρα και αυτό είναι το ανησυχητικό. Επίσης τα μικροσκοπικά πλαστικά μπορούν να προσελκύσουν βακτήρια που βρίσκονται σε λύματα, είπε η Mahon: “Μερικές μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχουν περισσότερα επιβλαβή παθογόνα στα μικροσκοπικά πλαστίδια μιας μονάδας επεξεργασίας λυμάτων”.
Τα μικροσκοπικά πλαστικά είναι γνωστό ότι περιέχουν και απορροφούν τοξικά χημικά τα οποία απελευθερώνονται στο σώμα. Ο καθηγητής Richard Thompson, από το Πανεπιστήμιο του Plymouth στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε: “Είναι ξεκάθαρο ότι το πλαστικό απελευθερώνει αυτά τα χημικά”.
Η παγκόσμια μικροπλακτική μόλυνσης άρχισε να γίνεται σαφής, από μελέτες στη Γερμανία που βρήκαν πλαστικές ίνες και θραύσματα σε όλες τις μπύρες που είχαν εξεταστεί, καθώς επίσης στο μέλι και στη ζάχαρη.
Στο Παρίσι, το 2015, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι υπάρχει μια πτώση μικροσκοπικών πλαστικών στο έδαφος από την ατμόσφαιρα, την οποία εκτίμησαν σε 10 τόνους το χρόνο για την πρωτεύουσα της Γαλλίας. Τα πλαστικά ήταν παρόντα στον αέρα των σπιτιών. Αυτή η έρευνα οδήγησε τον Frank Kelly, καθηγητή περιβαλλοντικής υγείας στο King’s College του Λονδίνου, να πει το 2016: “Αν τα εισπνέουμε, θα μπορούσαν τα χημικά αυτά να φτάνουν στα χαμηλότερα τμήματα των πνευμόνων μας και ίσως ακόμη και στην κυκλοφορία του αίματος”.
Ο τρόπος με τον οποίο τα μικροσκοπικά πλαστικά καταλήγουν στο πόσιμο νερό δεν είναι για την ώρα απολύτως γνωστός. Πάντως, οι πλαστικές μικροΐνες είναι εύκολα αερομεταφερόμενες και είναι σαφές ότι αυτό συμβαίνει και μέσα στα εργοστάσια. Η ατμόσφαιρα είναι μια προφανής πηγή, με τις πλαστικές ίνες να ξεφεύγουν από την καθημερινή φθορά των ρούχων και των χαλιών. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι κάθε κύκλος ενός πλυντηρίου θα μπορούσε να απελευθερώσει 700.000 ίνες στο περιβάλλον.
Η έρευνα για το Παρίσι δείχνει ότι υπάρχουν τεράστιες ποσότητες πλαστικών ινών στην ατμόσφαιρα. Με τη σειρά τους, οι βροχοπτώσεις μπορούν να “σαρώσουν” τη μικροπλαστική ρύπανση, γεγονός που εξηγεί γιατί πηγάδια της Ινδονησίας βρέθηκαν μολυσμένα. Στη Βηρυτό του Λιβάνου, η παροχή ύδατος προέρχεται από φυσικές πηγές, αλλά το 94% των δειγμάτων μολύνθηκαν.
Μια άλλη ανάλυση που επίσης δημοσιεύθηκε πρόσφαταα (ανατέθηκε από την ομάδα καμπάνιας Story of Stuff) εξέτασε 19 μάρκες εμφιαλωμένου νερού στις ΗΠΑ και επιβεβαίωσε ότι οι πλαστικές μικροΐνες είναι ευρέως διαδεδομένες. Η μάρκα Boxed Water περιείχε κατά μέσο όρο 58,6 πλαστικές ίνες ανά λίτρο. Τα Ozarka και Ice Mountain, που ανήκουν στην Nestlé, είχαν συγκέντρωση στα 15 και 11 τεμάχια ανά λίτρο, αντίστοιχα.
Στη μελέτη για την Orb Media, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν κόκκινη βαφή του Νείλου για να φθορίζουν σωματίδια στο νερό – η βαφή τείνει να κολλάει στην επιφάνεια των πλαστικών, αλλά όχι στα περισσότερα φυσικά υλικά. Δεν έχει πραγματοποιηθεί επιστημονική αξιολόγηση της τεχνικής αλλά ο Andrew Mayes, επιστήμονας του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας, ο οποίος την ανέπτυξε είπε ότι “ήταν ικανοποιημένος που εφαρμόστηκε με προσοχή και με τον κατάλληλο τρόπο, με τον τρόπο που θα το έκανα στο εργαστήριό μου”.
Ωστόσο η Nestlé επέκρινε τη μεθοδολογία υποστηρίζοντας ότι η τεχνική που χρησιμοποιεί κόκκινη βαφή του Νείλου θα μπορούσε να “δημιουργήσει ψευδή θετικά αποτελέσματα”. Η Danone είπε επίσης ότι η μελέτη χρησιμοποίησε μια μεθοδολογία που είναι “ασαφής”.
Η Coca-Cola ανέφερε ότι διαθέτει αυστηρές μεθόδους διήθησης, αλλά αναγνώρισε ότι η ύπαρξη πλαστικών στο περιβάλλον σημαίνει πως οι πλαστικές ίνες “μπορούν να βρεθούν σε λεπτά επίπεδα ακόμα και σε προϊόντα υψηλής επεξεργασίας”.
Ένας εκπρόσωπος της Gerolsteiner δήλωσε ότι η εταιρεία δεν θα μπορούσε να αποκλείσει την είσοδο πλαστικών σε εμφιαλωμένο νερό από πτητικές πηγές ή από διαδικασίες συσκευασίας. Είπε επίσης ότι οι συγκεντρώσεις πλαστικών στο νερό από τις δικές τους αναλύσεις ήταν χαμηλότερες από εκείνες που επιτρέπονται στα φαρμακευτικά προϊόντα.