Η αιτία της ψωρίασης εξακολουθεί να είναι άγνωστη αλλά σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή της διαδραματίζουν γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Οι πυροδοτικοί παράγοντες διαφέρουν από άτομο σε άτομο, κι έτσι ένας παράγοντας που επηρεάζει κάποιον δεν σημαίνει ότι έχει επίπτωση σε άλλους ανθρώπους.
Στους εξωγενείς παράγοντες περιλαμβάνεται η πρόκληση δερματικών βλαβών, όπως τα ηλιακά εγκαύματα, τα εμβόλια και τα γδαρσίματα. Αυτή η αντίδραση λέγεται φαινόμενο Koebner. Ορισμένα φάρμακα (λίθιο, ß-αδρενεργικοί αναστολείς, αναστολείς διαύλων ασβεστίου, ανθελονοσιακά, ιντερφερόνη) επίσης μπορεί να προκαλέσουν ψωρίαση καθώς και η αυξημένη χρήση αλκοόλ.
Η εμφάνιση ψωρίασης είναι η πιο συχνή παρενέργεια των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία με λίθιο.
Το λίθιο προκαλεί εξάντληση των αποθεμάτων της μονοφωσφατάσης της ινοσιτόλης, με αποτέλεσμα την αλλοίωση της ομοιοστασίας του ασβεστίου και της λειτουργίας της σεροτονίνης. Η ινοσιτόλη είναι ένας ενδοκυτταρικός αγγελιοφόρος ο οποίος είναι υπεύθυνος για την διέγερση πρωτεϊνών που παίζουν ρόλο στην κυτταρική διαφοροποίηση και αναστολή του πολλαπλασιασμού τους. Λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο όπως η μονοφωσφορική αδενοσίνη (cAMP), η οποία επηρεάζεται από φάρμακα όπως οι αναστολείς των β-υποδοχέων στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. Το λίθιο αναστέλλει το ένζυμο μονοφωσφατάση της ινοσιτόλης που είναι απαραίτητο για την ινοσιτόλη. Όλα δείχνουν ότι ο μηχανισμός με τον οποίο το λίθιο προκαλεί την εμφάνιση ψωρίασης είναι η αναστολή της ενδοκυτταρικής απελευθέρωσης του ασβεστίου.
Η θεραπεία με λίθιο προκαλεί έξαρση προϋπάρχουσας ψωρίασης, αλλά η προϋπάρχουσα ψωρίαση δεν αποτελεί αντένδειξη για χορήγηση λιθίου.
Κατά τη θεραπεία ψωρασικών ασθενών με λίθιο, συνιστάται η ελάττωση της δοσολογίας του λιθίου και πιο εντατική αντιψωριασική θεραπεία.
Πάντως, η ψωρίαση δεν επιδεινώνεται σε όλους τους ασθενείς που λαμβάνουν λίθιο.
Τέλος, έχει παρατηρηθεί ότι κατά τη διάρκεια της θεραπείας με λίθιο και την ταυτόχρονη δημιουργία ψωρίασης κατά πλάκας, ο συγκεκριμένος τύπος ψωρίασης είναι πολύ πιο δύσκολος να θεραπευτεί σε σύγκριση με τη φλυκταινώδη ψωρίαση.