Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί τα στοιχεία που δείχνουν ότι τα κοινά παυσίπονα μπορεί να έχουν διάφορες παρενέργειες που αρχικά δεν είχαν εντοπιστεί. Τώρα, μια βρετανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Environmental Health Perspectives βρήκε ότι τα αναλγητικά κατά την εγκυμοσύνη μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη γονιμότητα των απογόνων.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου γράφουν ότι τα παυσίπονα επηρεάζουν με επιγενετικό τρόπο το DNA του κυοφορούμενου εμβρύου, κάτι που ενισχύει τη θεωρία ότι η παρακεταμόλη (ακεταμινοφαίνη) η οποία βρίσκεται σε φάρμακα όπως τα depon, panadol και apotel καθώς και η ιβουπροφαίνη η οποία υπάρχει σε φάρμακα όπως τα brufen, algofren, nurofen και advil, θα πρέπει να λαμβάνονται με προσοχή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα φάρμακα αυτά έχουν αντιφλεγμονώδη, αναλγητική και αντιπυρετική δράση.
Οι επιστήμονες μελέτησαν την επίπτωση της παρακεταμόλης και της ιβουπροφαίνης σε δείγμα ανθρώπινων εμβρυϊκών όρχεων και ωοθηκών. Οι ανθρώπινοι ιστοί που εκτέθηκαν στις δύο αναλγητικές ουσίες για μια εβδομάδα, σε εργαστηριακό περιβάλλον, είχαν μειωμένο αριθμό γεννητικών κυττάρων.
Οι ωοθήκες που είχαν εκτεθεί σε παρακεταμόλη για μια εβδομάδα είχαν πάνω από 40% λιγότερα ωοκύτταρα, ενώ μετά την έκθεση στην ιβουπροφαίνη, ο αριθμός των κυττάρων μειωνόταν σχεδόν στο μισό.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι τα ευρήματα αυτά είναι σημαντικά διότι οι γυναίκες γεννιούνται με προκαθορισμένο αριθμό ωαρίων, άρα αν γεννηθούν με μειωμένο αριθμό σημαίνει ότι μπορεί να μπουν πρόωρα στην εμμηνόπαυση.
Και τα αγόρια επηρεάζονται, αφού ο ορχικός ιστός που εκτέθηκε σε εργαστηριακές συνθήκες σε παυσίπονα είχε περίπου κατά ένα τέταρτο λιγότερα γεννητικά κύτταρα.
Τα ίδια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και όταν οι επιστήμονες έκαναν πειράματα σε ποντίκια.
Οι ερευνητές λένε ότι η έκθεση στην παρακεταμόλη και την ιβουπροφαίνη ενεργοποιεί κυτταρικούς μηχανισμούς που προκαλούν επιγενετικές αλλαγές που μπορούν να κληροδοτηθούν στους απογόνους με αποτέλεσμα οι επόμενες γενιές να κινδυνεύουν από μειωμένη γονιμότητα. Η επίδραση των παυσίπονων στα γεννητικά κύτταρα προκαλούνται από αλληλεπιδράσεις σε μόρια που ονομάζονται προσταγλαδίνες – αυτός είναι ο τρόπος που τα παυσίπονα μειώνουν τον πόνο και τον πυρετό.
Ο Rod Mitchell, επικεφαλής της μελέτης και μέλος του Κέντρου Αναπαραγωγικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου είπε ότι «οι γυναίκες θα πρέπει να είναι προσεκτικές στη λήψη των παυσίπονων κατά την εγκυμοσύνη και να μην παραβαίνουν τις κατευθυντήριες οδηγίες».
Έρευνα για τις παρενέργειες
Να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί τα δεδομένα που δείχνουν ότι τα κοινά παυσίπονα μπορεί να έχουν διάφορες παρενέργειες.
Για παράδειγμα μια μελέτη βρήκε ότι η παρακεταμόλη και η ιβουπροφαίνη μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο που επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες και εκφράζουμε τα συναισθήματά μας.
Άλλη μελέτη βρήκε ότι η παρακεταμόλη στην εγκυμοσύνη μπορεί να συνδέεται με αυτισμό, άσθμα και υπερκινητικότητα στο παιδί. Από την άλλη μεριά, η επίδραση της παρακεταμόλης για τον πόνο της μέσης φαίνεται να είναι ασήμαντη.
Μια μελέτη του 2016 που έγινε από ερευνητές του Χάρβαρντ βρήκε ότι οι γυναίκες που λαμβάνουν τακτικά παυσίπονα (δύο φορές την εβδομάδα) έχουν αυξημένο κίνδυνο απώλειας της ακοής.
Στους άνδρες, μελέτη βρήκε ότι οι μεγάλες δόσεις ιβουπροφαίνης για πάνω από δύο εβδομάδες, αυξάνουν τον κίνδυνο υπογονιμότητας προκαλώντας μείωση της τεστοστερόνης και μικρότερη παραγωγή σπερματοζωαρίων.
Τέλος, μια μελέτη έχει συσχετίσει τη συχνή χρήση ιβουπροφαίνης με αυξημένο κίνδυνο για εμφράγματα ενώ μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2017 βρήκε ότι η δικλοφαινάκη και η ιβουπροφαίνη συνδέονται με την καρδιακή ανακοπή.
Να σημειωθεί ότι οι μελέτες αυτές έχουν βρει μια σύνδεση των παυσίπονων με τις παραπάνω παρενέργειες χωρίς να είναι γνωστό αν υπάρχει σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Ορισμένα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η αιτία μπορεί να είναι π.χ. ο πυρετός της εγκύου κατά την εγκυμοσύνη και όχι τα ανταλγητικά που λαμβάνονται για να αντιμετωπίσουν τον πυρετό. Για παράδειγμα, πρόσφατη μελέτη βρήκε ότι ο ίδιος ο πυρετός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (και όχι η αιτία του πυρετού) προκαλεί εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών στο παιδί.