Στα 15 λεπτά η διάρκεια των ιατρικών επισκέψεων στα Κέντρα Υγείας

Δημοσιεύθηκαν οι Υπουργικές Αποφάσεις που καθορίζουν το ημερήσιο πρόγραμμα των γιατρών στα Κέντρα Υγείας και τη χρονική διάρκεια των προγραμματισμένων επισκέψεων. Προβλέπεται ότι: αυξάνεται η χρονική διάρκεια των προγραμματισμένων επισκέψεων (από 10’ σε 15’).

Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η πραγματική διάρκεια κάθε επίσκεψης υπόκειται αποκλειστικά στην επιστημονική κρίση του γιατρού.

Καθιερώνεται επίσης ένα σύστημα παραπομπών, μέσω του οποίου οι πολίτες θα μπορούν να έχουν μειωμένους χρόνους αναμονής και καλύτερη φροντίδα.

Ο οικογενειακός γιατρός ενεργώντας με επιστημονικά κριτήρια και με βάση τις πραγματικές υγειονομικές ανάγκες του πολίτη, καθοδηγεί τον ασθενή στο σύστημα υγείας. Η τελική επιλογή του γιατρού εξακολουθεί να γίνεται ελεύθερα.

Το νέο σύστημα παραπομπών θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή από την 01/01/2019. Οι προγραμματισμένες επισκέψεις διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες (με παραπομπή και χωρίς παραπομπή) με σκοπό την βέλτιστη εξυπηρέτηση των περιστατικών που αποδεδειγμένα απαιτούν περαιτέρω φροντίδα.

Οι παραπομπές κατηγοριοποιούνται με βάση την εκτίμηση της ανάγκης:

  • άμεση παραπομπή, με ισχύ 10 ημερολογιακών ημερών σε ειδικό γιατρό,
  • προληπτική παραπομπή, με ισχύ 60 ημερολογιακών ημερών σε ειδικό γιατρό,
  • παραπομπή χρονίου νοσήματος με ισχύ 12 μηνών για το σύνολο των απαιτούμενων επισκέψεων σε ειδικό γιατρό.

Ως εκ τούτου επισημαίνεται ότι:

  • δεν καταργείται ο ελεύθερος προγραμματισμός επισκέψεων,
  • δίνεται προτεραιότητα σε όσους αξιοποιούν το σύστημα παραπομπών μέσω του οικογενειακού γιατρού
  • δεν καταργείται η ελεύθερη επιλογή ιατρού,
  • οι χρόνιοι ασθενείς έχουν τη δυνατότητα ετήσιας παραπομπής, ώστε να συνεχίσουν να παρακολουθούνται από τον θεράποντα ιατρό τους,
  •  εξυπακούεται ότι η εξυπηρέτηση των έκτακτων και επειγόντων περιστατικών δεν απαιτεί παραπομπή σε κανένα επίπεδο του συστήματος υγείας (ΤΟΜΥ, Κέντρα Υγείας, Νοσοκομεία).

Αντιδράσσιες από ΠΙΣ και ΙΣΑ

Την έντονη αντίθεσή τους για την νέα απόφαση του Υπουργείου Υγείας σχετικά με το θεσμό του οικογενειακού γιατρού εκφράζουν με ανακοινώσεις τους ο ΠΙΣ (Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος), ο ΙΣΑ (Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών) και η ΠΟΣΚΕ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Σωματείων Κλινικοεργαστηριακών Ειδικοτήτων).

Ειδικότερα, τα εμπόδια που τίθενται στην πρόσβαση των ασφαλισμένων στις μονάδες του ΕΣΥ, με την εφαρμογή του gatekeeping, καθώς και την έντονη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ουδεμία συζήτηση και διαπραγμάτευση για το θέμα – επίσημη ή ανεπίσημη – πραγματοποιήθηκε μεταξύ της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, της διοίκησης του ΕΟΠΥΥ και του ΠΙΣ, εκφράζει με ανακοίνωσή του ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος και ζητεί την απόσυρση της απόφασης.

«Με την πρόσφατη υπουργική απόφαση, καταργείται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του ασθενή να επιλέξει τον γιατρό του», δηλώνει ο ΙΣΑ με δική του ανακοίνωση ενώ παράλληλα κατευθύνει τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ ιατρούς – μέλη του, έως ότου ο Υπουργός Υγείας απαντήσει στα κρίσιμα ερωτήματα που του έθεσε, να πράττουν σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας.

Ο Κώστα  Μπαργιώτας για τις παραπομπές

Σχολιάζοντας την απόφαση του υπ. Υγείας και της διοίκησης του ΕΟΠΥΥ αναφορικά με τις αλλαγές που επιφέρει στο σύστημα των παραπομπών, ο βουλευτής Λάρισας με τη ΔΗΣΥ, Κώστας Μπαργιώτας δήλωσε μεταξύ άλλων:

«Ο Υπουργός Υγείας αποφάσισε ξαφνικά πως επισκέψεις σε συμβεβλημένους ειδικούς ιατρούς δεν θα μπορούν να πραγματοποιηθούν δωρεάν, εάν δεν προϋπάρχει η έγκριση παραπομπής από οικογενειακό ιατρό των δημόσιων δομών. Το λεγόμενο gatekeeping εφαρμόζεται προφανώς ως προαπαιτούμενο. Υποτίθεται πως θα αφαιρέσει χρήματα από τους ‘κακούς’ ιδιώτες. Στην πραγματικότητα, όμως, στερεί υπηρεσίες από τους ασθενείς, αφού θέτει ανυπέρβλητα εμπόδια στη δωρεάν, ελεύθερη πρόσβασή τους σε θεράποντα ειδικό ιατρό του ΕΟΠΥΥ. Ξαφνικά, οι ελλιπέστατες υπηρεσίες οικογενειακού γιατρού της ΠΦΥ θα βρεθούν εν μια νυκτί με ένα ακόμη δυσβάστακτο, αχρείαστο γραφειοκρατικό βουνό. Όλα αυτά, τη στιγμή που σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2016 σχεδόν διπλασιάστηκε, σε σύγκριση με το 2015, το ποσοστό των φτωχών Ελλήνων που, ενώ είχαν ανάγκη για εξετάσεις ή θεραπεία, δεν απευθύνθηκαν για οικονομικούς λόγους σε υπηρεσίες υγείας».

Δείτε επίσης