Η κατανάλωση καφεΐνης από την μέλλουσα μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με υψηλότερο σωματικό βάρος του παιδιού αργότερα. Το συμπέρασμα αυτό προέρχεται από μια μελέτη του Norwegian Institute of Public Health, στο Όσλο, με επικεφαλής την Ελληνίδα ερευνήτρια Ελένη Παπαδοπούλου. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό BMJ Open.
Μετά την κατανάλωση, η καφεΐνη απορροφάται εύκολα στην κυκλοφορία του αίματος και διανέμονται στους ιστούς. Μεταβολίζεται στο συκώτι από το μικροσωμικό κυτόχρωμα P450. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η αποβολή της καφεΐνης από το σώμα είναι πιο αργή. Η ουσία διαπερνά γρήγορα όλες τις βιολογικές μεμβράνες, συμπεριλαμβανομένου του αιματοεγκεφαλικού φραγμού και του πλακούντα με αποτέλεσμα την έκθεση του εμβρύου.
Σήμερα οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν ότι η κατανάλωση της καφεΐνης κατά την εγκυμοσύνη πρέπει να είναι κάτω από τα 200 mg την ημέρα καθώς υπάρχει μια σύνδεση με αυξημένες αποβολές μειωμένης ανάπτυξης του εμβρύου. Σε μια πρόσφατη μετα-ανάλυση, το υψηλότερο, σε σύγκριση με το χαμηλότερο, επίπεδο πρόσληψης καφεΐνης της μητέρας συσχετίστηκε με 38% αυξημένο κίνδυνο χαμηλού βάρους γέννησης (κάτω 2,5 κιλά).
Η μελέτη εξέτασε 50.963 γυναίκες από ολόκληρη τη Νορβηγία οι οποίες συμμετείχαν στην Norwegian Mother and Child Cohort Study μεταξύ 1999 και 2008. Η πρόσληψη της καφεΐνης των γυναικών αναφέρθηκε μία φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης – στην 22η εβδομάδα – και τα μοντέλα ανάπτυξης των παιδιών παρακολουθήθηκαν από 6 εβδομάδες έως 8 ετών.
Με βάση τα αυτοαναφερόμενα στοιχεία της διατροφής, η ημερήσια πρόσληψη καφεΐνης χαρακτηρίστηκε ως χαμηλή (0-49 mg), μέτρια (50-199 mg), υψηλή (200-299 mg) ή πολύ υψηλή (300 mg). Πιθανές πηγές καφεΐνης περιελάμβαναν τον καφέ, το τσάι, τα ενεργειακά ποτά, τη σοκολάτα, το γάλα σοκολάτας και μερικά είδη γλυκών.
Μεταξύ των γυναικών, το 46% έκανε χαμηλή κατανάλωση καφεΐνης, το 44% μέτρια, το 7% υψηλή και το 3% πολύ υψηλή. Οι τελευταίες ήταν πιθανότερο να είναι άνω των 30 ετών, να έχουν περισσότερα από ένα παιδιά, να καταναλώνουν πολλές θερμίδες και να καπνίζουν κατά την εγκυμοσύνη. Επίσης, ήταν πιο πιθανό να έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και να είναι παχύσαρκες πριν από την εγκυμοσύνη.
Οι επιστήμονες παρακολούθησαν το σωματικό βάρος και το ύψος των παιδιών έως την ηλικία των 8 ετών.
Η προγεννητική έκθεση σε υψηλή ποσότητα καφεΐνης σχετίστηκε με μεγαλύτερο κίνδυνο το παιδί να είναι υπέρβαρο σε ηλικία 3 και 5 ετών. Ωστόσο μόνο η πολύ υψηλή κατανάλωση είχε συσχέτιση με το υπερβάλλον βάρος στην ηλικία των 8 ετών.
Τα αποτελέσματα ενισχύουν τις ισχύουσες συστάσεις για περιορισμό της καφεΐνης κατά την εγκυμοσύνη σε λιγότερο από 200 mg την ημέρα, δηλαδή περίπου δύο με τρία φλιτζάνια καφέ. Όμως, εντοπίστηκαν και σχέσεις μεταξύ πρόσληψης καφεΐνης και υψηλότερου βάρους του παιδιού σε επίπεδα χαμηλότερα των 200 mg.
Η μελέτη πάντως αφορά μια στατιστική συσχέτιση και δεν μπορεί να καταγράψει μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος.
Ενδεχομένως η συμπεριφορά των μητέρων που καταναλώνουν περισσότερο καφέ και οι διατροφικές τους συνήθειες να επηρεάζουν το βάρος του παιδιού. Από την άλλη μεριά, δεν αποκλείεται να είναι αιτία η καφεΐνη.
Πρέπει να τονιστεί ότι τα διατροφικά δεδομένα βασίστηκαν σε αυτοαναφορά και μάλιστα μόνο μια φορά, άρα μπορεί να μην είναι ακριβή.