Η ανάπτυξη ενός εμβολίου είναι μια μακρά και περίπλοκη διαδικασία, η οποία συχνά διαρκεί 10-15 χρόνια ή περισσότερα. Κάθε εμβόλιο πριν πάρει έγκριση από τους διεθνείς οργανισμούς υγείας ελέγχεται αυστηρά σε πολλαπλές φάσεις δοκιμών και επανεξετάζεται τακτικά όταν κυκλοφορεί στην αγορά.
Αλλά όπως όλες οι ιατρικές πράξεις έτσι και τα εμβόλια δεν είναι ελεύθερα κινδύνων. Το όφελος όμως είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερο από το ρίσκο που μπορεί να πάρει κάποιος εάν δεν εμβολιαστεί στη κατάλληλη ηλικία ή αν εμβολιαστεί ατελώς.
Με βάση το Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, o εμβολιασμός ως μέτρο πρόληψης για περίπου 30 μεταδιδόμενες μολυσματικές ασθένειες σώζει 2-3 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο και προφυλάσσει ακόμη περισσότερους από την εμφάνιση κάποιας νόσου ή από μόνιμη αναπηρία.
Με βάση τα στοιχεία της IQVIA Hellas, ο όγκος πωλήσεων των εμβολίων στο κανάλι της λιανικής παρουσίασε αύξηση κατά τη χρονική περίοδο Μαρτίου 2017 – Φεβρουαρίου 2018 σε σύγκριση με την αντίστοιχη προηγούμενη περίοδο. Η αύξηση αυτή υπολογίζεται στο 12% και το μεγαλύτερο ποσοστό οφείλεται κυρίως σε εμβόλια κατά της ιλαράς, της παρωτίτιδας και της ερυθράς.
Η αύξηση στα συγκεκριμένα εμβόλια εύκολα ερμηνεύεται από την επιδημία ιλαράς που έχει εκδηλωθεί και βρίσκεται σε εξέλιξη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο έχουν καταγραφεί 2.596 κρούσματα ιλαράς σε άτομα που δεν έχουν ανοσία στη συγκεκριμένη ιογενή λοίμωξη ή δεν είχαν ολοκληρώσει τις απαραίτητες δόσεις του εμβολίου.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της IQVIA, σημαντική αύξηση καταγράφεται και στις πωλήσεις των αντιγριπικών εμβολίων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την αναγκαιότητα των συγκεκριμένων εμβολίων ειδικά σε παιδιά και εφήβους που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου όπως επίσης και σε ενήλικες άνω των 60 ετών. Από αντίστοιχες έρευνες αγοράς της IQVIA στο γενικό πληθυσμό για τα εμβόλια κατά της γρίπης προκύπτει ότι στη πλειοψηφία η συνταγογράφηση πραγματοποιείται από παθολόγους και γενικούς ιατρούς. Επίσης, ο μεγαλύτερος όγκος των αντιγριπικών εμβολίων εφαρμόζεται στις ηλικίες άνω των 60 ετών.
Σε ότι αφορά τις πηγές πληροφόρησης και επηρεασμού υπέρ του εμβολιασμού, ο ίδιος ο γιατρός, ο φαρμακοποιός αλλά και η επαναληπτική ετήσια συμπεριφορά εμβολιασμού αποτελούν τις τρεις κυριότερες. Όπως προκύπτει από ποσοτικές έρευνες αγοράς της ΙQVIA αναφορικά με το εμβόλιο κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου Β, το οποίο συνίσταται σε βρέφη και παιδιά έως 18 ετών που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου, η συντριπτική πλειοψηφία των γιατρών που συνταγογραφούν το συγκεκριμένο εμβόλιο είναι παιδίατροι ενώ ο εμβολιασμός έχει συνήθως πραγματοποιηθεί μέχρι το 9ο έτος.
Από τις 5 σημαντικότερες ομάδες του μηνιγγιτιδόκοκκου A, B, C, W, και Y – η οροομάδα B είναι η επικρατέστερη στην Ελλάδα με ποσοστό εμφάνισης αντίστοιχο άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Δυστυχώς, η μηνιγγίτιδα έχει απρόβλεπτη εξέλιξη και γι’ αυτό το λόγο η έγκαιρη διάγνωση έχει σε αυτή την περίπτωση καθοριστική σημασία για την πορεία της ασθένειας.
Tα εμβόλια για τον HPV
Τέλος, αξίζουν να αναφερθούν και μερικά ευρήματα από ποιοτικές έρευνες αγοράς της IQVIA σε επαγγελματίες υγείας σχετικά με το εμβόλιο κατά του ιού ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV). Όπως προκύπτει, η συζήτηση μεταξύ γιατρού και ασθενούς πάνω στο συγκεκριμένο εμβόλιο ξεκινάει επί το πλείστον από τον ίδιο το γιατρό και δευτερευόντως από τον γονέα ή τον ίδιο τον ασθενή.
Στις περιπτώσεις που ο γιατρός δεν ξεκινάει τη συζήτηση εμβολιασμού κατά του ιού ανθρωπίνων θηλωμάτων οι λόγοι είναι κυρίως η έλλειψη χρόνου και το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος εμβολιασμός δεν εντάσσεται στο Εθνικό Πρόγραμμα ενηλίκων αλλά αποζημιώνεται μέχρι την ηλικία των 18 ετών.
Το ευαίσθητο θέμα της σεξουαλικής δραστηριότητας κατά τη νεαρή ηλικία αποτελεί έναν ακόμα λόγο για τον οποίο ο γιατρός μπορεί να μη ξεκινήσει μια σχετική συζήτηση. Στις περιπτώσεις που οι ασθενείς δε συναινούν παρά τις συστάσεις των γιατρών για εμβολιασμό, οι λόγοι έχουν να κάνουν κυρίως με φόβους που σχετίζονται με θέματα ασφάλειας και ανεπιθύμητων ενεργειών.