H χοληστερόλη είναι ένα απαραίτητο λιπίδιο για την ανθρώπινη ζωή. Χωρίς αυτή, ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει. Αποτελεί ένα βασικό μόριο της κυτταρικής μεμβράνης και χρησιμοποιείται για να παραχθούν ορισμένες ορμόνες συμπεριλαμβανομένης της τεστοστερόνης και των οιστρογόνων. Βοηθά το συκώτι να παρασκευάσει χολικά οξέα τα οποία χρειαζόμαστε για την πέψη και την απορρόφηση των λιπών και είναι σημαντικός πρόδρομος της βιταμίνης D3.
Επειδή η χοληστερόλη είναι τόσο σημαντική, το σώμα μας δεν μπορεί να βασιστεί στη λήψη της από τη διατροφή και την παρασκευάζει από μόνο του. Σε γενικές γραμμές, παράγουμε το 75% της χοληστερόλης που έχουμε ανάγκη. Το υπόλοιπο το προμηθευόμαστε από τη διατροφή και ειδικότερα από τις ζωικές τροφές όπως είναι τα αυγά, το κρέας και τα γαλακτοκομικά. Οι φυτικές τροφές δεν έχουν χοληστερόλη. Οι διαιτολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο “διαιτητική χοληστερόλη” για να διαχωρίσουν αυτή που προέρχεται από τη διατροφή από εκείνη που παράγει το σώμα.
Η χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια κυκλοφορούν επάνω σε λιποπρωτεΐνες οι οποίες υπάρχουν σε μία ποικιλία μεγεθών. Οι βασικές λιποπρωτεΐνες είναι πέντε:
- τα χυλομικρά,
- οι VLDL (Very low density lipoprotein)
- οι IDL (Intermediate density lipoprotein)
- οι LDL (Low density Lipoprotein)
- οι HDL (High density lipoprotein)
Το συκώτι φτιάχνει τις λιποπρωτεΐνες VLDL τα οποία περιέχουν χοληστερόλη και τριγλυκερίδια. Εν συνεχεία καθώς αυτά τα σωματίδια κυκλοφορούν στο αίμα και παραδίδουν το φορτίο τους στα κύτταρα αλλάζουν πυκνότητα και έτσι προκύπτουν οι λιποπρωτεΐνες IDL και LDL. Δηλαδή η οι LDL δεν είναι τίποτα άλλο από τις VLDL που κατασκεύασε το συκώτι αλλά έχασαν ένα μέρος των τριγλυκεριδίων και της χοληστερίνης τους.

Τα συγκριτικά μεγέθη των λιποπρωτεϊνών.
Κακή και καλή χοληστερόλη
Η ολική χοληστερόλη είναι αυτή που κυκλοφορεί σε όλες τις λιποπρωτεΐνες του αίματος. Το πρωί, πριν το φαγητό, το 70% της χοληστερόλης που κυκλοφορεί στο αίμα βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες LDL που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για την αθηροσκλήρωση. Τα σωματίδια LDL διεισδύουν στα τοιχώματα των αρτηριών και πυροδοτούν το σχηματισμό της αθηρωματικής πλάκας με αποτέλεσμα να έχουμε τις επιπλοκές της, το έμφραγμα του μυοκαρδίου, το ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και την περιφερική αρτηριοπάθεια. Όσο πιο μικρά είναι σε μέγεθος τόσο πιο εύκολα μπορούν να περάσουν μέσα στις αρτηρίες. Έτσι η LDL χοληστερόλη αποκαλείται συχνά “κακή”.
Τα επιθυμητά επίπεδα της κακής χοληστερόλης είναι κάτω από 130 mg/dL αλλά εάν πάσχετε από καρδιακή νόσο ή διαβήτη, πρέπει να είναι κάτω από 100 mg/dl ενώ μερικοί θεωρούν πως πρέπει να είναι κάτω από 70 mg/dl .Οι έρευνες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η ελάττωση της LDL κατά 30 mg/dl (π.χ. από 160 mg/dl σε 130 mg/dl) μειώνει κατά 20-30% τον κίνδυνο για καρδιαγγειακό επεισόδιο την επόμενη πενταετία. Όσο μικρότερη είναι ποσότητα της χοληστερίνης LDL χοληστερόλης τόσο καλύτερα, αν κι αυτό έχει φυσικά ένα όριο.
Αντίθετα, οι λιποπρωτεΐνες HDL δρουν προστατευτικά απομακρύνοντας την “κακή” LDL από τα τοιχώματα των αρτηριών εμποδίζοντας έτσι την εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης. Η HDL χοληστερόλη καθορίζεται κατά 50% γενετικά και μερικοί άνθρωποι είναι γεννημένοι με φυσική ικανότητα να δημιουργούν υψηλά επίπεδα HDL. Τα επιθυμητά επίπεδα της καλής χοληστερίνης είναι πάνω από 40 mg/dL για τους άνδρες και πάνω από 50 mg/dL για τις γυναίκες.
Η HDL αυξάνεται από τα οιστρογόνα γι’ αυτό και είναι υψηλότερη στις γυναίκες. Επίσης αυξάνεται από μια μέτρια κατανάλωση αλκοόλ -ιδιαίτερα του κόκκινου κρασιού που περιέχει ρεσβερατρόλη- καθώς και από την αερόβια άσκηση (45-60 λεπτά 3-4 φορές την εβδομάδα). Τα χαμηλά επίπεδα HDL συνδέονται με το κάπνισμα (ελάττωση 5-15 mg/dl), την έλλειψη σωματικής δραστηριότητας (ελάττωση 5-10 mg/dl), το υπερβολικό βάρος (ελάττωση 1-2 mg/dl για κάθε μονάδα αύξησης του δείκτη μάζας σώματος >25 kg/m2), μια διατροφή πλούσια σε υδατάνθρακες (πάνω από το 60% των θερμίδων), το σακχαρώδη διαβήτη, και τη λήψη ορισμένων φαρμάκων (π.χ. β-αποκλειστές, διουρητικά).
Σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, μια τιμή της HDL κατά 4 mg/dL παραπάνω μειώνει τον κίνδυνο για στεφάνια αρτηριακή νόσο κατά περίπου 10%. Έτσι, μια η αύξηση της HDL κατά 10 mg/dl (π.χ. από 35 mg/dl σε 45 mg/dl) μειώνει τον κίνδυνο κατά 20% στους άνδρες και κατά 30% στις γυναίκες. Άρα όσο μεγαλύτερη ποσότητα χοληστερόλης κυκλοφορεί στα σωματίδια HDL τόσο καλύτερα, αν κι αυτό φαίνεται πως έχει ένα όριο. Πρόσφατες μελέτες ότι τιμές HDL χοληστερόλης (πάνω από 70 mg/dL για τους άνδρες και πάνω από 90 mg/dL για τις γυναίκες, συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από μη καρδιαγγειακά αίτια χωρίς να είναι ξεκάθαρο γιατί συμβαίνει αυτό.
LDL. Οι λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL: Low Density Lipoprotein) καταλήγουν μέσα στα τοιχώματα των αρτηριών πυροδοτώντας την αθηροσκλήρωση. Γι’ αυτό η χοληστερόλη που διαθέτουν θεωρείται “κακή”. Περίπου το 70% της χοληστερόλης που κυκλοφορεί στο αίμα βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες LDL. Τα επιθυμητά επίπεδα της κακής χοληστερίνης είναι κάτω από 130 mg/dL.
HDL. Οι λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (HDL: High Density Lipoprotein) απομακρύνουν τη χοληστερόλη από τα τοιχώματα των αρτηριών και την επαναφέρουν στο συκώτι για επεξεργασία. Περίπου το 20% της χοληστερόλης που κυκλοφορεί στο αίμα βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες ΗDL. Τα επιθυμητά επίπεδα της καλής χοληστερίνης είναι πάνω από 40 mg/dL για τους άνδρες και πάνω από 50 mg/dL για τις γυναίκες.
Ο αθηρωματικός δείκτης
Θα περίμενε κανείς ότι ο όρος αθηρωματικός δείκτης περιγράφει την έκταση της αθηροσκλήρωσης αλλά δεν είναι αυτό το νόημα του όρου. Ο αθηρωματικός δείκτης είναι μια μέτρηση που δείχνει την αναλογία της “καλής” χοληστερόλης είτε προς την ολική χοληστερόλη είτε προς την “κακή” χοληστερόλη.
O αθηρωματικός δείκτης είναι μια απλή διαίρεση. Είναι το πηλίκον της ολικής χοληστερόλης προς την τιμή της HDL (μερικές φορές χρησιμοποιείται το πηλίκον της LDL χοληστερόλης προς την HDL). Όσο μικρότερο είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαίρεσης τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος για καρδιακή προσβολή. Θεωρείται ότι πρέπει να είναι κάτω από το 4. Ο αθηρωματικός δείκτης χρησιμοποιείται επειδή οι μελέτες δείχνουν ότι η αναλογία της HDL προς την ολική χοληστερόλη ή προς την LDL χοληστερόλη δείχνει καλύτερα τον κίνδυνο ενός εμφράγματος ή ισχαιμικού εγκεφαλικό από ότι δείχνει η ολική χοληστερόλη ή η LDL χοληστερόλη από μόνες τους.
Αν υποθέσουμε ότι κάποιος έχει ολική χοληστερίνη 280 mg/dl ενώ ένας άλλος έχει 160 mg/dl, τότε ο πρώτος έχει μεγαλύτερο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο. Όμως αν ο πρώτος έχει ΗDL χοληστερίνη 70 mg/dl και ο δεύτερος 40 mg/dl, τότε ο αθηρωματικός δείκτης για τον πρώτο είναι 280: 70 = 4 και για τον δεύτερο είναι 160: 40 = 4. Δηλαδή και οι δύο έχουν τον ίδιο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο με βάση τον αθηρωματικό δείκτη.