Νέες επενδυτικές ευκαιρίες αναζητούν οι φαρμακοβιομηχανίες στην Ελλάδα, γεγονός που αποδίδεται εν μέρει στις υποχρεωτικές επιστροφές πόρων προς τον ΕΟΠΥΥ και στην επακόλουθη συμπίεση των εσόδων τους, από το 2010 και μετά. Παρότι ο κλάδος του φαρμάκου αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της επενδυτικής στρατηγικής τους, αρκετές φαρμακοβιομηχανίες εκδηλώνουν τελευταία ενδιαφέρον για την προώθηση νέων προϊόντων υγείας, τα οποία δεν αποζημιώνονται από το Δημόσιο.
Πολλές φαρμακοβιομηχανίες έχουν αρχίσει να επενδύουν σε προϊόντα προστιθέμενης αξίας και να εμβαθύνουν περισσότερο στην παραγωγή φυτικών προϊόντων, καλλυντικών, προϊόντων αυτοθεραπείας (συμπληρώματα διατροφής, OTC) και άλλων που αφορούν την ανακούφιση από ασθένειες και την αντιμετώπιση δερματολογικών παθήσεων. Επίσης, προκειμένου να αντισταθμίσουν την απομείωση της αξίας των πωλήσεων των φαρμάκων, αρκετές φαρμακοβιομηχανίες προσπαθούν να ρίξουν το βάρος τους στις εξαγωγές.
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ως προς το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών αντιστοιχούν στο 4,2% το 2016 και στο 5% των εξαγωγών του κλάδου της μεταποίησης, καταλαμβάνοντας την 4η θέση συνολικά στον κλάδο. Οι εξαγωγές και η στροφή προς τα μη αποζημιούμενα σκευάσματα αποτελούν πλέον για τις φαρμακοβιομηχανίες διέξοδο ώστε να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τα μέτρα που έχουν επιβληθεί στον κλάδο. Η στροφή προς τα προϊόντα αυτοθεραπείας δικαιολογείται και από τη γενικότερη τάση που καταγράφεται διεθνώς ως προς τα συγκεκριμένα προϊόντα, αλλά και από την εύκολη πρόσβαση των καταναλωτών σε αυτά.
Σύμφωνα με τον κ. Σπύρο Φιλιώτη, αντιπρόεδρο και γενικό διευθυντή της Φαρμασέρβ-Λίλλυ, «το φάρμακο πάντα ήταν η πιο σημαντική δουλειά που κάνουμε, ωστόσο λόγω των συνθηκών και των μέτρων, όπως είναι το clawback, είναι δύσκολο να προβλέψουμε πώς θα διαμορφωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον». Ως εκ τούτου, ο κ. Φιλιώτης επισημαίνει ότι η εταιρεία του ψάχνει ευκαιρίες και σε προϊόντα που δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ. Με αυτό το σκεπτικό, η Φαρμασέρβ-Λίλλυ προχώρησε πρόσφατα σε μια συνεργασία με την ελβετική Galderma, με στόχο την επέκταση στον κλάδο της δερματολογίας, όπου πολλά από τα προϊόντα είναι μη αποζημιούμενα.
Το 2009 η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη είχε ανέλθει στα 5,1 δισ. ευρώ. Εν συνεχεία, άρχισε να μειώνεται, φθάνοντας το 2016 και το 2017 στα 1,9 δισ ευρώ. Ωστόσο, το 2016 η πραγματική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ ανήλθε στα 2,7 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα η φαρμακοβιομηχανία να καλείται να πληρώσει την ίδια χρονιά 754 εκατ. ευρώ (303 εκατ. ευρώ rebate και 451 εκατ. ευρώ clawback), για να αντισταθμιστούν οι υπερβάσεις στον «κλειστό» προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ. Αυτή η επιβάρυνση των φαρμακευτικών εταιρειών αντιστοιχεί στο 38,8% του προκαθορισμένου προϋπολογισμού.
Συνεπώς, στα χρόνια των μνημονίων, ο προϋπολογισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης σημείωσε μείωση που άγγιξε το 62%. Ταυτόχρονα, όμως, σημειώθηκε αύξηση στη συμμετοχή της βιομηχανίας, μέσω των μηχανισμών επιστροφών και εκπτώσεων (rebate και clawback) που για το 2017 θα υπολογίζεται στα 902 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας 20% αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Με άλλα λόγια, ο κλάδος αναγκάζεται να επιστρέψει στο κράτος το 25%-30% των εσόδων από τις πωλήσεις του.
Παράγοντες της αγοράς υποστηρίζουν ότι αυτή η περικοπή οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη διαρκή μείωση των τιμών των φαρμάκων (κυρίως των γενόσημων, η τιμή των οποίων συρρικνώθηκε μεσοσταθμικά κατά 68,8% την περίοδο 2009-2017) και στην αύξηση της συμμετοχής των ασθενών.
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, την περίοδο 2012-2017, η μείωση της εξωνοσοκομειακής δαπάνης (συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής των ασθενών) κατά 32% οδήγησε σε αύξηση κατά 50% της εκτιμώμενης συμμετοχής των ασθενών. Επίσης, οδήγησε σε αύξηση της τάξεως του 230% στη συμμετοχή της βιομηχανίας.
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή