Το πολλαπλό μυέλωμα (multiple myeloma) είναι μια μορφή καρκίνου που οφείλεται στον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των πλασματοκυττάρων, ένα είδος λευκών αιμοσφαιρίων που αποτελούν την τελική μορφή διαφοροποίησης των Β λεμφοκυττάρων.
Τα πλασματοκύτταρα παράγουν αντισώματα τα οποία λέγονται ανοσοσφαιρίνες (Ig) και βοηθούν τον οργανισμό να καταπολεμά τις λοιμώξεις. Παράγονται στον μυελό των οστών, δηλαδή τον μαλακό ιστό ο οποίος υπάρχει στο κέντρο των περισσότερων οστών. Ενώ στον μυελό των οστών τα πλασματοκύτταρα αποτελούν ένα μικρό μέρος, είναι πολυάριθμα στα εξειδικευμένα λεμφικά όργανα. Στο περιφερικό αίμα των υγιών ατόμων δεν κυκλοφορούν.
Όταν τα πλασματοκύτταρα γίνουν καρκινικά, δεν ωριμάζουν αλλά συσσωρεύονται στον μυελό των οστών και “εξοστρακίζουν” τα υγιή λευκά και ερυθρά αιμοσφαίρια, οδηγώντας σε αδυναμία καταπολέμησης των λοιμώξεων, κάτι που προκαλεί κόπωση.
Το πολλαπλό μυέλωμα είναι ένας ανίατος αιματολογικός καρκίνος που χαρακτηρίζεται από ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ύφεσης και υποτροπής. Είναι μία σπάνια και πολύ επιθετική νόσος που αντιστοιχεί στο 1% περίπου όλων των περιστατικών καρκίνου και στο 2% των θανάτων από καρκίνο. Στην Ελλάδα, περίπου 1.400 άτομα ζουν με πολλαπλό μυέλωμα, είτε σε ενεργή κατάσταση είτε σε ύφεση. Η μέση ηλικία διάγνωσης είναι μεταξύ 65 έως 70 ετών. Η νόσος, που δεν θεωρείται κληρονομική, εκδηλώνεται συχνότερα στους άνδρες παρά στις γυναίκες. Παρά το γεγονός πως πρόκειται για μία σπάνια μορφή καρκίνου, το πολλαπλό μυέλωμα είναι ο δεύτερος πιο συχνός αιματολογικός καρκίνος, με περισσότερα από 40.000 νέα περιστατικά ετησίως στην Ευρώπη.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής αιτία, η οποία κάνει τα πλασματοκύτταρα να γίνουν κακοήθη. Γονιδιακές ανωμαλίες, όπως είναι τα ογκογονίδια c-Myc, έχουν συσχετισθεί με την εμφάνιση του πολλαπλού μυελώματος. Άλλοι παράγοντες κινδύνου, αποτελούν η έκθεση σε διάφορα εντομοκτόνα, φυτοφάρμακα, βαφές μαλλιών, και ακτινοβολίες. Περίπου το 20% των ατόμων που εμφανίζουν το σύνδρομο MGUS (Μονοκλωνική Γαμμαπάθεια Αδιευκρίνιστης Σημασίας ) αναπτύσσουν πολλαπλό μυέλωμα μέσα σε χρονικό διάστημα 2 έως 19 ετών μετά τη διάγνωση.
Όταν τα πλασματοκύτταρα μετατρέπονται σε καρκινικά και πολλαπλασιάζονται, τότε ονομάζονται μυελωματικά κύτταρα των οποίων τα αντισώματα δεν είναι λειτουργικά. Παράγουν ένα είδος παθολογικών αντισωμάτων που λέγονται πρωτεΐνες Μ ή μονοκλωνικές πρωτεΐνες. Αυτές οι παθολογικές πρωτεΐνες οι οποίες παράγονται σε μεγάλες ποσότητες, διαφέρουν από τις φυσιολογικές στην αλληλουχία των αμινοξέων και στην τρισδιάστατη δομή τους, κάτι που τις κάνει τοξικές κι έτσι ευθύνονται για αρκετά από τα συμπτώματα της νόσου. Καθιστούν το αίμα πιο παχύρρευστο ενώ εναποτίθενται σε διάφορα όργανα, προκαλώντας διαταραχή των νεφρών, των νεύρων και του ανοσοποιητικού συστήματος.
Συμπτώματα
Το πολλαπλό μυέλωμα είναι μια εξουθενωτική νόσος που χαρακτηρίζεται από επανεμφανιζόμενες περιόδους υποτροπής και ύφεσης.
Επειδή τα παθολογικά πλασματοκύτταρα αναπτύσσονται μέσα στον μυελό των οστών, προκαλούν βλάβες στα οστά. Καθώς πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα και καταλαμβάνουν χώρο στο μυελό των οστών, τα οστά μπορεί να εξασθενήσουν προκαλώντας πόνο, ιδιαίτερα στην πλάτη και στα πλευρά. Αυτά τα οστά γίνονται εύθραυστα και σπάνε πιο εύκολα. Το 60-70% των ασθενών απευθύνονται στον γιατρό επειδή πονάνε διαρκώς και τελικά μαθαίνουν ότι έχουν πολλαπλό μυέλωμα.
Επίσης. μπορεί το ασβέστιο να εξέλθει από τα οστά με αποτέλεσμα να υπάρχουν αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να προκαλέσει ναυτία, δυσκοιλιότητα, αφυδάτωση και υπνηλία. Τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου μπορεί να οδηγήσουν και σε νεφρική ανεπάρκεια. Οι παθολογικές πρωτεΐνες κυκλοφορούν στο αίμα επίσης μπορεί να προκαλέσουν νεφρική ανεπάρκεια (απόφραξη των νεφρικών σωληναρίων) ή αυξημένη πυκνότητα αίματος. Το 20% των ασθενών έχουν ήδη νεφρική ανεπάρκεια τη στιγμή της διάγνωσης,
Η αύξηση των πλασματοκυττάρων εμποδίζει την παραγωγή φυσιολογικών ερυθρών αιμοσφαιρίων, λευκών αιμοσφαιρίων και αιμοπεταλίων με αποτέλεσμα την αναιμία, την ευπάθεια στις λοιμώξεις και τα αιμορραγικά προβλήματα. Πάνω από το 60% των ασθενών έχει αναιμία τη στιγμή της διάγνωσης.
Πάντως, η συχνότερη επιπλοκή για τους πάσχοντες είναι οι λοιμώξεις. Τα παθολογικά αντισώματα δεν είναι λειτουργικά και ο ασθενής έχει εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.
Τα τυπικά συμπτώματα είναι:
- Κόπωση και αδυναμία
- Μώλωπες και αιμορραγία
- Οστική βλάβη και συχνά κατάγματα
- Συμπτώματα νεφρικής βλάβης
- Πόνος
- Συχνές λοιμώξεις και πυρετός
- Ψυχολογικά συμπτώματα, όπως άγχος ή κατάθλιψη, οφειλόμενα στον φόβο της υποτροπής.
Διάγνωση
Για να εμφανίσει κάποιος τα συμπτώματα του πολλαπλού μυελώματος πρέπει πάνω από το 10% των κυττάρων στο μυελό των οστών να είναι κακοήθη πλασματοκύτταρα. Αυτό διαπιστώνεται με μία σειρά εξετάσεων. Ο γιατρός μπορεί να συστήσει αναλύσεις αίματος, αναζητώντας διαταραχές, όπως αναιμία, νεφρική ανεπάρκεια και αυξημένο ασβέστιο στο αίμα. Επίσης μπορεί να ελέγξει δείγματα αίματος και ούρων για μονοκλωνικές πρωτεΐνες, καθώς καμιά φορά ένα μέρος τους αποβάλλεται στα ούρα. Αν ο γιατρός υποψιάζεται πολλαπλό μυέλωμα, είναι πιθανό να πάρει δείγμα μυελού των οστών για εξέταση. Η ακτινογραφία θα δείξει αν τα οστά εμφανίζουν τις χαρακτηριστικές αλλοιώσεις της νόσου που παρουσιάζουν τρύπες στα οστά.
Η μέση ηλικία κατά τη διάγνωση είναι τα 72 έτη.
Θεραπεία
Το 25% των ασθενών πεθαίνει εντός ενός έτους από τη διάγνωση, ενώ σχεδόν το 40% των ατόμων πεθαίνει εντός 5 ετών. Πάντως, η μέση επιβίωση των πασχόντων από πολλαπλό μυέλωμα έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια και υπάρχουν πλέον ασθενείς που ζουν πάνω από 10 χρόνια, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σπανίως ξεπερνούσαν τα τρία χρόνια. Στις ΗΠΑ, η πενταετής επιβίωση έχει αυξηθεί από το 12% το 1960-1963 μεταξύ στο 50,2% από το 2006 έως το 2012. Παρά το γεγονός αυτό, πολλοί ασθενείς υποτροπιάζουν μετά την επίτευξη της αρχικής ύφεσης.
Στην Ευρώπη, ασθενείς με καλή φυσική και κλινική κατάσταση θεωρούνται κατά κανόνα κατάλληλοι για αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Για τους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς που είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση, οι βασικοί θεραπευτικοί στόχοι είναι η καθυστέρηση της εξέλιξης του πολλαπλού μυελώματος και η επίτευξη ελέγχου της νόσου σε βάθος χρόνου. Αυτοί οι ασθενείς συνήθως λαμβάνουν μια αρχική θεραπεία εφόδου και χημειοθεραπεία με υψηλή δόση μελφαλάνης ακολουθούμενη από αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων.
Μετά την αυτόλογη μεταμόσχευση, οι περισσότεροι ασθενείς θα εμφανίσουν υποτροπή, δηλαδή εξέλιξη της νόσου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα κλινικών δοκιμών, η λεναλιδομίδη ως θεραπεία συντήρησης μετά από μεταμόσχευση μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο υποτροπής, να καθυστερήσει την εξέλιξη της νόσου και να παρατείνει σημαντικά τη συνολική επιβίωση.
Το πολλαπλό μυέλωμα παραμένει μία ανίατη νόσος και σχεδόν όλοι οι ασθενείς θα παρουσιάσουν υποτροπή, που σημαίνει ότι ο καρκίνος επιστρέφει. Μετά από κάθε υποτροπή, οι ασθενείς ανταποκρίνονται προοδευτικά λιγότερο στις θεραπείες και έχουν μία όλο και πιο βραχεία διάρκεια ύφεσης μετά από κάθε γραμμή θεραπείας. Τελικά, οι ασθενείς σταματούν να παρουσιάζουν οποιαδήποτε ανταπόκριση (καθίστανται ανθεκτικοί) σε όλες τις θεραπευτικές επιλογές.
Οι κλινικές δοκιμές για το πολλαπλό μυέλωμα έχουν τριπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία και σχεδόν 50 νέα φάρμακα για τη νόσο βρίσκονται επί του παρόντος σε φάση ανάπτυξης.