Η αλλεργική ρινίτιδα συγκαταλέγεται στις πέντε πιο συχνές χρόνιες παθήσεις. Υπολογίζεται ότι το 3% των συνολικών ιατρικών επισκέψεων αφορά την αλλεργική ρινίτιδα.
Ο όρος ρινίτιδα αναφέρεται στη φλεγμονή των βλεννογόνων υμένων της μύτης με αποτέλεσμα να εμφανίζονται συμπτώματα όπως είναι η καταρροή, το φτάρνισμα και το μπούκωμα της μύτης.
Διάφοροι παράγοντες μπορεί να προκαλέσουν ρινίτιδα, όπως είναι η ίωση, ο ξηρός αέρας, ορισμένα αρώματα, οι αλλαγές στη θερμοκρασία και τα κλιματιστικά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η ρινίτιδα προκαλείται από υπερευαισθησία των αισθητήριων νεύρων της μύτης και καλείται αγγειοκινητική. Στην αλλεργική ρινίτιδα, αντισώματα του ανοσοποιητικού σας συστήματος επιτίθενται σε ουσίες που εισπνέετε ή καταναλώνετε.
Η αλλεργική ρινίτιδα μπορεί να είναι εποχική (δηλαδή μόνο την άνοιξη) ή ολοετής. Μπορεί να είναι επίμονη (περισσότερο από τέσσερις ημέρες την εβδομάδα και περισσότερο από τέσσερις ώρες την ημέρα) ή διαλείπουσα. Επίσης, μπορεί να είναι ήπια ή σοβαρή, ανάλογα με το πόσο έντονες διαταραχές προκαλεί.
Τα συχνότερα αεροαλλεργιογόνα είναι τα αγρωστώδη (υπάρχουν πάνω από 600 είδη στον ελλαδικό χώρο), η παριετάρια (περδικάκι), η ελιά, τα ακάρεα της οικιακής σκόνης, οι μύκητες Alternaria, Cladosporium, τα επιθήλια της γάτας και του σκύλου. Λιγότερο συχνά είναι το χηνοπόδιο, το κυπαρίσσι, το πεντάνευρο, η αρτεμισία και το πεύκο. Μείζον αλλεργιογόνο στην Ελλάδα είναι το περδικάκι που πλήττει σχεδόν το 50% των αλλεργικών σε γύρη και έχει μεγάλη διάρκεια ανθοφορίας.
Ως αποτέλεσμα της αλλεργικής αντίδρασης, τα μάτια κοκκινίζουν, η μύτη τρέχει ή μπουκώνει, ο λαιμός είναι ερεθισμένος, εμφανίζεται συριγμός ενώ υπάρχει μερικές φορές βίαιο και επαναλαμβανόμενο φτάρνισμα. Στα άτομα με ήπια συμπτώματα η ασθένεια αποτελεί μία απλή ενόχληση αλλά στα άτομα με σοβαρή αλλεργική ρινίτιδα η κατάσταση μπορεί να καταστρέφει τη ζωή τους γιατί προκαλεί “βαρύ” κεφάλι, κόπωση και δεν τους αφήνει να κοιμηθούν τα βράδια. Το γεγονός ότι συχνά η μύτη τους είναι βουλωμένη και πρέπει να αναπνέουν με το στόμα προκαλεί ξηροστομία. Η έλλειψη σάλιου μπορεί να επηρεάσει την υγιεινή του στόματος. Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που μπορούν να επιδεινώσουν τα συμπτώματα όπως, ο καπνός του τσιγάρου και των ξύλων, η ρύπανση του αέρα, η αφρικανική σκόνη, οι έντονες μυρωδιές και ο άνεμος.
Συχνά η αλλεργική ρινίτιδα συνοδεύεται από αλλεργική επιπεφυκίτιδα τα συμπτώματα της οποίας είναι φαγούρα στα μάτια, δακρύρροια και ερυθρότητα. Το 30% των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα θα εμφανίσει κάποια στιγμή αλλεργικό άσθμα, μια αναπνευστική νόσο κατά την οποία ερεθίζονται οι πνεύμονες. Το άσθμα είναι μια ασθένεια των αεραγωγών δηλαδή των βρόγχων που είναι τα “σωληνάκια” μεταφοράς αέρα στους πνεύμονες. Οι αεραγωγοί αντιδρούν σε διάφορα ερεθίσματα (καπνός, άσκηση, ιώσεις κ.α.) και στην περίπτωση των αλλεργιογόνων προκαλείται φλεγμονή που χαρακτηρίζεται από αυξημένη παραγωγή βλέννας, πρήξιμο της εσωτερικής επιφάνειάς τους και πάχυνση των τοιχωμάτων τους. Οι λείοι μύες που περιβάλλουν τους αεραγωγούς συσπώνται με αποτέλεσμα να στενεύουν και να μειώνεται η ποσότητα του αέρα που ρέει μέσα στους πνεύμονες. Αυτός είναι ο λόγος που η αναπνοή γίνεται δύσκολη και οδηγεί στα συμπτώματα του άσθματος (βήχας, δύσπνοια, πλάκωμα στο στήθος και συριγμός).
Η αλλεργική ρινίτιδα θεωρείται χρόνια αναπνευστική νόσος. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, λόγω της αλλαγής του κλίματος, εκετοντάδες φυτικά είδη παρουσιάζουν επέκταση της ανθοφορίας τους, είτε αρχίζοντας νωρίτερα είτε ολοκληρώνοντάς την αργότερα. Αυτό σημαίνει ότι μερικές φορές η φλεγμονή που προκαλεί η αλλεργία στα όργανα στόχους ηρεμεί μόνο το χειμώνα.
Ορισμένα τελευταία ευρήματα δεν είναι καλά για όσους πάσχουν από αναπνευστική αλλεργία. Με τα χρόνια, η επαναλαμβανόμενη έκθεση στα αλλεργιογόνα προκαλεί μια φλεγμονώδη κατάσταση η οποία μπορεί να αυξάνει την βαρύτητα της αλλεργικής νόσου εξαιτίας διαφόρων καταστροφών που συμβαίνουν στο σώμα. Μια μελέτη έδειξε ότι ακόμα και όταν ένας αλλεργικός δεν έχει συμπτώματα, μένει στο αναπνευστικό του σύστημα μια ελάχιστη φλεγμονή που καθιστά πιο ευάλωτο το τραχειοβρογχικό δένδρο κι έτσι η αλλεργία μπορεί να πυροδοτηθεί από άλλες μη ειδικές συνθήκες, όπως λ.χ. από τους ρύπους της ατμόσφαιρας, ένα κρυολόγημα, το άγχος κ.ά.
Διάγνωση – δερματικές δοκιμασίες
Η διάγνωση της αλλεργίας γίνεται με βάση το ιστορικό, την αντικειμενική εξέταση (ρινοσκόπηση) και τη διενέργεια δερματικών δοκιμασιών δια νυγμού (skin prick tests) με ειδικά διαμορφωμένα εκχυλίσματα που περιέχουν τα υπεύθυνα αλλεργιογόνα. Τα δερματικά τεστ συνίστανται στην εισαγωγή μιας ελάχιστης ποσότητας αλλεργιογόνων στο δέρμα του ασθενούς -πρόκειται για ένα πολύ μικρό τσίμπημα- για να διαπιστωθεί αν θα εκδηλωθεί κάποια αντίδραση τα επόμενα λεπτά. Σε περίπτωση που κοκκινίσει το δέρμα γύρω από την περιοχή στην οποία έχει γίνει το τσίμπημα σημαίνει ότι υπάρχει ευαισθητοποίηση στο συγκεκριμένο αλλεργιογόνο. Το πόσο ευαίσθητος είναι κανείς φαίνεται από το μέγεθος της κοκκινίλας.
Οι δοκιμασίες νυγμού χρησιμοποιούνται επίσης και για την αλλεργική επιπεφυκίτιδα, την τροφική αλλεργία, τη φαρμακευτική αλλεργία και την αλλεργία σε υμενόπτερα (μέλισσες και σφήκες). Γίνονται σε οποιαδήποτε ηλικία, είναι απολύτως ασφαλείς, ανώδυνες και αξιόπιστες. Πολλές φορές τα τεστ πρέπει να υποστηριχθούν από ανίχνευση αντισωμάτων έναντι των υπεύθυνων αλλεργιογόνων μέσω εξέτασης αίματος.
Αντιμετώπιση
Η γρήγορη και αποτελεσματική ανακούφιση των συμπτωμάτων είναι πολύ σημαντική για να μη διαταράσσεται η ποιότητα ζωής. Για την αντιμετώπιση χρησιμοποιούνται φάρμακα όπως είναι τα αντισταμινικά. Όταν το σώμα έρχεται σε επαφή με ένα αλλεργιογόνο, απελευθερώνει ισταμίνη, μια ουσία που διευκολύνει τη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος και προκαλεί διάφορα συμπτώματα. Τα αντισταμινικά που λαμβάνονται από το στόμα μπλοκάρουν την παραγωγή της ισταμίνης και μειώνουν την ένταση των συμπτωμάτων.
Η πιο καλή προσέγγιση στη θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας είναι η ανοσοθεραπεία προκειμένου να απευαισθητοποιηθεί το ανοσοποιητικό σύστημα έναντι των αλλεργιογόνων. Πολλοί άνθρωποι που υποβάλλονται σε ανοσοθεραπεία χάνουν την ευαισθησία τους στο αλλεργιογόνο συνήθως μέσα σε 2-6 χρόνια. Αυτή η θεραπεία δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς που πάσχουν συγχρόνως από ορισμένες άλλες ασθένειες, όπως τα αυτοάνοσα νοσήματα.