Η τάση για αύξηση του σωματικού βάρους μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να έχει αιτία την μειωμένη ικανότητα μεταβολισμού του λίπους, σύμφωνα με μια μελέτη του Karolinska Institutet, της Σουηδίας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell Metabolism.
Οι επιστήμονες έχουν από καιρό αναζητήσει μια εξήγηση για τις διακυμάνσεις στην τάση των ανθρώπων να παίρνουν κιλά και να εκδηλώνουν διαβήτη τύπου 2. Εκτός από τους παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η διατροφή και η σωματική άσκηση, οι φυσιολογικές διαφορές στο μεταβολισμό φαίνεται πως παίζουν σημαντικό ρόλο.
Η ιδέα είναι ότι ορισμένα παχύσαρκα άτομα έχουν την τάση να αποθηκεύουν περισσότερο λίπος στα λιποκύτταρά τους ενώ τα άτομα κανονικού βάρους έχουν ένα αποτελεσματικό μηχανισμό λιπόλυσης και άρα “καίνε” το λίπος. Η λιπόλυση είναι η διαδικασία κατά την οποία ένα λιποκύτταρο απελευθερώνει τα λιπαρά οξέα του στην κυκλοφορία του αίματος, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούνται ως πηγή ενέργειας από τους μυς και τα άλλα όργανα του σώματος.
“Υποψιαζόμαστε την ύπαρξη φυσιολογικών μηχανισμών στον λιπώδη ιστό που προκαλούν σε ορισμένα άτομα υπερβολικό βάρος και σε άλλα όχι, παρά τις ομοιότητες στον τρόπο ζωής τους και τώρα έχουμε βρει ένα τέτοιο μηχανισμό”, είπε ο Mikael Rydén, καθηγητής κλινικής και πειραματικής έρευνας που ειδικεύεται στον λιπώδη ιστό, στο Τμήμα Ιατρικής του Karolinska Institutet.
Στη μελέτη τους, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα ιστών από υποδόριο λίπος που ελήφθησαν από στομάχια γυναικών πριν και μετά από μια περίοδο παρακολούθησης περίπου 10 ετών. Αυτό που ανακάλυψαν ήταν ότι η ικανότητα των λιπωδών κυττάρων να απελευθερώσουν λιπαρά οξέα -η ικανότητα λιπόλυσης- στο αρχικό δείγμα του λιπώδους ιστού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να προβλέψει ποιες γυναίκες θα αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 μέχρι το τέλος της μελέτης. Επίσης, διαπίστωσαν ότι αυτές οι γυναίκες είχαν μειωμένη δραστικότητα σε ένα μικρό αριθμό γονιδίων που εμπλέκονται στη λιπόλυση.
Οι ερευνητές διαφοροποιούν τη βασική λιπόλυση, η οποία είναι συνεχής, και τη λιπόλυση που διεγείρεται από ορμόνες, η οποία ενεργοποιείται σε απόκριση της αύξησης της ενεργειακής απαίτησης. Τα λιπώδη κύτταρα από τις γυναίκες που ανέπτυξαν υπερβολικό βάρος έδειξαν υψηλή βασική λιπόλυση αλλά χαμηλή διεγερμένη από ορμόνες λιπόλυση, η οποία έδωσε 3 έως 6 φορές υψηλότερο κίνδυνο αύξησης βάρους και διαβήτη τύπου 2.
Είναι λίγο σαν ένα αυτοκίνητο έχει έχει χάσει την ικανότητά του να αναπτύσσει ταχύτητα όταν χρειάζεται, είπε ο καθηγητής Rydén. “Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι τα λιπώδη κύτταρα αποθηκεύουν περισσότερο λίπος από ό, τι μπορούν να απαλλαγούν”.
Το εύρημα ανακαλύφθηκε πρώτα σε μια ομάδα 54 γυναικών, οι οποίες έδωσαν δείγματα ιστών μεταξύ 2001 και 2003 και παρακολουθήθηκαν για 13 χρόνια. Στη συνέχεια οι ερευνητές επανέλαβαν την ανάλυσή τους σε 28 άλλες γυναίκες που έδωσαν δείγματα το 1998 και παρακολουθήθηκαν για 10 χρόνια.
Ένας από τους στόχους των ερευνητών είναι να βρουν τρόπους αναγνώρισης των ατόμων που διατρέχουν τον κίνδυνο να αναπτύξουν υπερβολικό βάρος και διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, οι αναλύσεις του λιπώδους ιστού είναι απαιτητικές και μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο από ειδικά εξοπλισμένα εργαστήρια. Έτσι, οι ερευνητές ανέπτυξαν έναν αλγόριθμο βασισμένο σε κλινικές και βιοχημικές παραμέτρους προκειμένου να αποκτήσουν μια έμμεση εκτίμηση της ποσότητας των λιπαρών οξέων που απελευθερώνονται από τα λιπώδη κύτταρα και να προβλέπουν την αύξηση βάρους.
“Τα αποτελέσματα πρέπει να επιβεβαιωθούν σε μεγαλύτερες μελέτες και για τους άνδρες. Ελπίζουμε να αναπτύξουμε έναν κλινικά σκόπιμο τρόπο ταυτοποίησης ατόμων που διατρέχουν τον κίνδυνο να αναπτύξουν παραπανίσια κιλά και διαβήτη τύπου 2, τα οποία ενδέχεται να χρειάζονται πιο εντατική παρέμβαση στον τρόπο ζωής τους”, είπε ο Rydén.