Η μεσογειακή διατροφή περιγράφεται συνήθως ως ένα πλάνο που περιέχει λίγο κόκκινο κρέας και συχνά σ’ αυτό αποδίδεται το γεγονός ότι συνδέεται με λιγότερες χρόνιες ασθένειες.
Τώρα όμως ερευνητές από το Purdue University βρήκαν σε μια ανατρεπτική μελέτη ότι η υιοθέτηση μιας διατροφής μεσογειακού στυλ βελτιώνει την υγεία της καρδιάς, με ή χωρίς πρόσληψη κόκκινου κρέατος, εφόσον το κόκκινο κρέας είναι άπαχο και ακατέργαστο.
Οι ερευνητές εκτίμησαν το αποτέλεσμα της κατανάλωσης διαφορετικών ποσοτήτων άπαχου, ακατέργαστου κόκκινου κρέατος στα πλαίσια μιας μεσογειακής διατροφής.
“Η μελέτη αυτή είναι σημαντική γιατί δείχνει ότι το κόκκινο κρέας μπορεί να αποτελεί μέρος ενός υγιεινού τρόπου διατροφής για την την καρδιά στα πλαίσια μιας διατροφής μεσογειακού στυλ”, ανέφερε ο Wayne W. Campbell, καθηγητής επιστήμης της διατροφής. “Αυτή η μελέτη δεν σχεδιάστηκε για να προωθήσει την πρόσληψη κόκκινου κρέατος και δεν ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους που καταναλώνουν τροφές χορτοφαγικού τύπου να αρχίσουν να καταναλώνουν κόκκινο κρέας”.
“Οι συστάσεις για τα πιο υγιεινά πρότυπα κατανάλωσης περιλαμβάνουν τη μείωση της πρόσληψης κόκκινου κρέατος”, δήλωσε ο Lauren E. O’Connor, πρώτος συγγραφέας και πρόσφατος παραλήπτης διδακτορικού διπλώματος. «Η μελέτη μας συνέκρινε τα πρότυπα κατανάλωσης μεσογειακού τύπου με την κατανάλωση κόκκινου κρέατος (βοδινό και χοιρινό) που είναι χαρακτηριστική στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου 500 γραμμάρια την εβδομάδα, έναντι του συνιστώμενου ποσού πρόσληψης που είναι 200 γραμμάρια την εβδομάδα. Είναι ενδιαφέρον ότι η LDL χοληστερόλη των συμμετεχόντων, η οποία είναι ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες πρόβλεψης καρδιαγγειακών παθήσεων, βελτιώθηκε με την τυπική κατανάλωση κόκκινου κρέατος, αλλά όχι με τη χαμηλότερη”.
Η μελέτη αξιολόγησε τις επιδράσεις που προάγουν την υγεία ενός τρόπου κατανάλωσης μεσογειακού στυλ, χωρίς απώλεια βάρους, για ενήλικες που είναι υπέρβαροι και διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακών παθήσεων.
Και οι 41 συμμετέχοντες στη μελέτη (28 γυναίκες και 13 άνδρες) με μέσο Δείκτη Μάζας Σώματος 30,5, ολοκλήρωσαν τρεις φάσεις της μελέτης.
Οι φάσεις περιελάμβαναν μια περίοδο πέντε εβδομάδων που κατανάλωναν ένα πρότυπο κατανάλωσης μεσογειακού στυλ που περιείχε 476 γραμμάρια εβδομαδιαίως άπαχο, ακατέργαστο κόκκινο κρέας, την ποσότητα κόκκινου κρέατος που καταναλώνει ο τυπικός κάτοικος των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια περίοδο τεσσάρων εβδομάδων επιστροφής στην προηγούμενη διατροφή. Και τέλος, μια περίοδο πέντε εβδομάδων κατανάλωσης της μεσογειακής διατροφής αλλά με 196 γραμμάρια την εβδομάδα κόκκινο κρέας, κάτι που συνιστάται συνήθως για την υγεία της καρδιάς.
Το μη επεξεργασμένο κόκκινο κρέας δεν επηρέασε αρνητικά χοληστερίνη
Διαπιστώθηκε πως η μεσογειακή διατροφή με 476 γραμμάρια κόκκινου κρέατος μείωσε την ολική χοληστερόλη περισσότερο από τη μεσογειακή διατροφή με 196 γραμμάρια κόκκινου κρέατος την εβδομάδα. Η LDL χοληστερόλη μειώθηκε περισσότερο όταν οι συμμετέχοντες κατανάλωναν το περισσότερο κόκκινο κρέας. Τα τριγλυκερίδια, ο λόγος της ολικής χοληστερόλης προς την καλή χοληστερόλη καθώς και η ινσουλίνη ήταν στα ίδια επίπεδα με τις δύο ποσότητες κόκκινου κρέατος.
Το συμπέρασμα ήταν πως οι ενήλικες που είναι υπέρβαροι ή μέτρια παχύσαρκοι μπορούν να βελτιώσουν τους παράγοντες κινδύνου καρδιομεταβολικής νόσου υιοθετώντας μια μεσογειακή διατροφή με πρόσληψη κόκκινου κρέατος, περίπου 70 γραμμάρια την ημέρα, όταν αυτό είναι άπαχο και ακατέργαστο.
Να σημειωθεί ότι η διατροφή που περιείχε λιγότερο κόκκινο κρέας συμπληρωνόταν με άσπρο κρέας (πουλερικά). Και στις δύο δίαιτες η κατανάλωση θαλασσινών ήταν ίδια, περίπου 336 γραμμάρια την εβδομάδα, ενώ το ποσοστό κατανάλωσης λίπους ήταν 40%. Το ελαιόλαδο ήταν στα 247 γραμμάρια την εβδομάδα και στις δύο δίαιτες.
“Η σύνθεση ενός τρόπου κατανάλωσης μεσογειακού στυλ ποικίλλει μεταξύ των χωρών και των πολιτισμών”, δήλωσε ο Campbell. “Αυτό που είναι κοινό στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου είναι η κατανάλωση ελαιολάδου, φρούτων, λαχανικών και οσπρίων, αλλά οι πηγές πρωτεϊνών εξαρτώνται από τη χώρα και τη γεωγραφική περιοχή”.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε ηλεκτρονικά στο American Journal of Clinical Nutrition και χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από κρεατοπαραγωγούς, με την υποστήριξη του National Institutes of Health’s Indiana Clinical and Translational Sciences Institute και επιχορήγηση των Αμερικανικών National Institutes of Health.