Ακόμα και σε επίπεδα που σήμερα θεωρούνται ασφαλή, η ατμοσφαιρική ρύπανση αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet Planetary Health.
Τα ευρήματα δημιουργούν την πιθανότητα ότι η μείωση της ρύπανσης μπορεί να οδηγήσει σε πτώση των νέων περιπτώσεων διαβήτη σε χώρες με έντονη ρύπανση όπως η Ινδία και σε λιγότερο ρυπανθείσες χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο διαβήτης αφορά πάνω από 420 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως και 30 εκατομμύρια Αμερικανούς.
Ερευνητές του Washington University School of Medicine στο Σεντ Λούις και στο Veterans Affairs St. Louis Health Care System εκτιμούν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση συντέλεσε σε 3,2 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις διαβήτη, παγκοσμίως, το 2016, που αντιστοιχεί στο 14% των νέων περιπτώσεων διαβήτη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η μελέτη απέδωσε 150.000 νέες περιπτώσεις διαβήτη ανά έτος στην ατμοσφαιρική ρύπανση.
Για να εκτιμήσουν τη ρύπανση του εξωτερικού αέρα, οι ερευνητές εξέτασαν τα αιωρούμενα σωματίδια, τα μικροσκοπικά κομμάτια σκόνης, βρωμιάς, καπνού, αιθάλης και υγρών σταγονιδίων. Προηγούμενες μελέτες έχουν βρει ότι τέτοια σωματίδια μπορούν να εισέλθουν στους πνεύμονες και να εισβάλουν στην κυκλοφορία του αίματος, συμβάλλοντας σε σημαντικές καταστάσεις υγείας, όπως καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικά επεισόδια, καρκίνο και νεφρική νόσο.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ ατμοσφαιρικής ρύπανσης και διαβήτη, σε όλο τον πλανήτη. Μάλιστα, ο αυξημένος κίνδυνος παρατηρείται ακόμα και με χαμηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, δηλαδή σε επίπεδα που θεωρούνται ασφαλή για την ανθρώπινη υγεία. Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική διότι πολλοί αμφισβητούν τα όρια ασφαλείας που έχουν τεθεί και πιέζουν για την χαλάρωσή τους. Όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι τα τωρινά όρια ασφαλείας δεν είναι αρκετά ασφαλή και θα πρέπει να γίνουν πιο αυστηρά», ανέφερε ο Ziyad Al-Aly, επίκουρος καθηγητής Ιατρικής και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
Οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ αιωρούμενων σωματιδίων και κινδύνου για διαβήτη αναλύοντας δεδομένα από 1,7 εκατομμύρια βετεράνους του στρατού στις ΗΠΑ οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για περίπου 8,5 χρόνια. Οι βετεράνοι δεν είχαν ιστορικό διαβήτη. Οι ερευνητές συνέδεσαν τα δεδομένα υγείας των ασθενών με τα επίγεια συστήματα παρακολούθησης της ατμόσφαιρας του Environmental Protection Agency καθώς και της παρακολούθησης από διαστημικούς δορυφόρους της ΝΑΣΑ.
Στις ΗΠΑ, το όριο ρύπανσης που έχει καθορίσει το Environmental Protection Agency είναι 12 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα, το υψηλότερο επίπεδο ατμοσφαιρικής ρύπανσης που θεωρείται ασφαλές για το κοινό, όπως ορίστηκε από τον νόμο για τον καθαρό αέρα το 1990 και ενημερώθηκε το 2012. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας μαθηματικά μοντέλα, οι ερευνητές βρήκαν αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη στα 2,4 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα. Μεταξύ ενός δείγματος βετεράνων που εκτέθηκε σε ρύπανση σε επίπεδο μεταξύ 5 και 10 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο αέρα, περίπου το 21% ανέπτυξε διαβήτη. Όταν η έκθεση αυτή αυξήθηκε στα 11,9-13,6 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα, περίπου το 24% της ομάδας ανέπτυξε διαβήτη. Η διαφορά τριών ποσοστιαίων μονάδων αντιπροσωπεύει μια αύξηση 5.000 έως 6.000 νέων περιπτώσεων διαβήτη ανά 100.000 άτομα σε ένα συγκεκριμένο έτος.
Η κύρια αιτία του διαβήτη τύπου 2 θεωρείται η ανθυγιεινή διατροφή, η καθιστική ζωή και η παχυσαρκία. Η παρούσα μελέτη έρχεται να προσθέσει και την ατμοσφαιρική ρύπανση, καθώς πιστεύεται ότι μειώνει την παραγωγή ινσουλίνης και προάγει τη φλεγμονή, εμποδίζοντας το σώμα να χρησιμοποιήσει τη γλυκόζη για να παραχθεί ενέργεια.