Τα πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα όπως το γάλα, το γιαούρτι, το τυρί αλλά και το βούτυρο -δηλαδή αυτά που έχουν όλα τα λιπαρά τους- δεν φαίνεται να βλάπτουν την υγεία, σύμφωνα με μια μελέτη ερευνητών του Κέντρου Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Τέξας (UTHealth). Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας και επικεφαλής της ήταν ο Dariush Mozaffarian από το Πανεπιστήμιο Tufts.
Η μελέτη αξιολόγησε τον τρόπο με τον οποίο πολλαπλοί βιοδείκτες λιπαρών οξέων που περιέχονται στο λίπος των γαλακτοκομικών σχετίζονται με τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τη θνησιμότητα όλων των αιτιών σε διάστημα 22 ετών. Αυτή η μεθοδολογία μέτρησης, σε αντίθεση με άλλες μελέτες που χρησιμοποιούν αυτοαναφερόμενη κατανάλωση, έδωσε μια πιο αντικειμενική εικόνα των επιπτώσεων της μακροχρόνιας έκθεσης των λιπαρών, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Τα πλήρη γαλακτοκομικά κατηγορούνται από τη δεκαετία του 1960 διότι περιέχουν κορεσμένα λιπαρά και χοληστερόλη που ανεβάζουν τη χοληστερόλη του αίματος, όμως η παρούσα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό American Journal of Clinical Nutrition δεν έδειξε σύνδεση μεταξύ των γαλακτοκομικών με πολλά λιπαρά και αύξησης της θνησιμότητας εξαιτίας καρδιοπάθειας και εγκεφαλικού. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα συχνά αναφέρεται ότι συνδέονται με μια διατροφή πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά.
“Τα ευρήματά μας ενισχύουν τα ολοένα και περισσότερα στοιχεία που δείχνουν ότι τα πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα, αντίθετα με αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι, δεν αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιοπάθειας ή θνησιμότητας από κάθε αιτία στα ηλικιωμένα άτομα. Μάλιστα, τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι ένα λιπαρό οξύ που περιέχεται στα γαλακτοκομικά προϊόντα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο θανάτου από εγκεφαλικό επεισόδιο”, είπε η Marcia Otto, πρώτη συγγραφέας της μελέτης.
Οι κατευθυντήριες διατροφικές γραμμές για τους Αμερικανούς, για την πενταετία 2015-2020, συνιστούν τη χρήση γαλακτοκομικών προϊόντων χωρίς λιπαρά ή έστω χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Όμως η Otto επεσήμανε ότι τα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά γαλακτοκομικά, όπως το γιαούρτι και το σοκολατούχο γάλα, συχνά περιλαμβάνουν υψηλές ποσότητες προστιθέμενων σακχάρων που μπορεί να οδηγήσουν σε κακή καρδιαγγειακή και μεταβολική υγεία.
Οι ερευνητές περιέλαβαν στη μελέτη τους περί τα 3.000 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω στα οποία μέτρησαν στο αίμα τους τα επίπεδα τριών λιπαρών οξέων που περιέχονται στα γαλακτοκομικά προϊόντα (πενταδεκανοϊκό οξύ, επταδεκανοϊκό οξύ και τρανς-παλμιτολεϊκό οξύ). Η πρώτη μέτρηση έγινε το 1992 και ακολούθησαν άλλες δύο μετρήσεις 6 χρόνια και 13 χρόνια αργότερα.
Κανένα από τα τρία λιπαρά οξέα δεν σχετίστηκε με αύξηση της θνησιμότητας. Μάλιστα, τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα σε επταδεκανοϊκό οξύ στο αίμα τους εμφάνιζαν 42% χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Σύμφωνα με την Otto, τα πλήρη γαλακτοκομικά αποτελούν πλούσιες πηγές θρεπτικών στοιχείων όπως το ασβέστιο και το κάλιο. Τα στοιχεία αυτά είναι πολύτιμα για την υγεία όχι μόνο κατά την παιδική ηλικία αλλά σε ολόκληρη τη ζωή και ιδίως στους πιο ηλικιωμένους που μπορεί να πάσχουν από οστεοπόρωση και άλλα προβλήματα.