Αν μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ακολουθεί μια διατροφή με μεγάλη ποσότητα γλουτένης, έχει αυξημένες πιθανότητες απόκτησης παιδιού με διαβήτη τύπου 1, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό British Medical Journal. Η γλουτένη είναι μια γενική ονομασία για πρωτεΐνες που βρίσκονται στο σιτάρι, τη σίκαλη και το κριθάρι.
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι αυτοάνοση νόσος. Το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα βήτα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν την ινσουλίνη, μια ορμόνη που βοηθά σημαντικά την είσοδο της γλυκόζης του αίματος μέσα στα μυικά και άλλα κύτταρα. Τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη τύπου 1 παράγουν ανεπαρκή ή καθόλου ινσουλίνη και η γλυκόζη παραμένει σε υψηλά επίπεδα στο αίμα τους. Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης είναι η λήψη ινσουλίνης.
Η συχνότητα εμφάνισης του διαβήτη τύπου 1 είναι υψηλότερη στις χώρες που ακολουθούν έναν δυτικό τρόπο ζωής, και μέχρι πρόσφατα αυξάνεται σε ποσοστό 3-4% ετησίως, ειδικά σε παιδιά κάτω των 5 ετών στην Ευρώπη. Η αύξηση είναι ταχύτερη από ότι μπορεί να αποδοθεί σε γενετικές μεταβολές, επισημαίνοντας τη σημασία των περιβαλλοντικών παραγόντων, και ενδεχομένως της διατροφής.
Η γλουτένη, απ’ την άλλη μεριά βρίσκεται σε πολλές τροφές, όπως το ψωμί, τα ζυμαρικά, τα δημητριακά και τα μπισκότα. Σε μερικά άτομα, η γλουτένη προκαλεί κοιλιοκάκη, μια διαταραχή που επιφέρει βλάβες στο λεπτό έντερο. Σε μελέτες που έγιναν σε ποντίκια, μια δίαιτα χωρίς γλουτένη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης απέτρεψε σχεδόν πλήρως τον διαβήτη τύπου 1 στους απογόνους, αλλά δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία τέτοια μελέτη παρέμβασης σε έγκυες γυναίκες.
Η γλουτένη πιστεύεται ότι μπορεί να πυροδοτεί την ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 1. Είναι πλούσια σε προλίνη και γλουταμίνη που την καθιστούν εξαιρετικά υδρόφοβη και εν μέρει ανθεκτικά στην εντερική υποβάθμιση. Αυτές οι ιδιότητες μπορεί να καθιστούν τη γλουτένη περισσότερο ανοσογόνο από άλλες πρωτεΐνες, οι οποίες υδρολύονται αποτελεσματικά σε απλά αμινοξέα ή διπεπτίδια ή τριπεπτίδια. Η προγεννητική έκθεση στη γλουτένη μπορεί να σχετίζεται με την ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 1, επειδή μια αυτοάνοση κατάσταση για το πάγκρεας μπορεί να ξεκινήσει στην εμβρυϊκή ζωή.
Για να κατανοήσουν καλύτερα τη φύση αυτής της συσχέτισης, ερευνητές με επικεφαλής την Julie Antvorskov στο Ινστιτούτο Bartholin της Δανίας σε συνεργασία με ερευνητές στο κρατικό ινστιτούτο Serum Statens, ξεκίνησαν να εξετάσουν εάν η πρόσληψη γλουτένης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με τον επακόλουθο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 1 στα παιδιά.
Αναλύθηκαν στοιχεία για 63.529 έγκυες γυναίκες που εγγράφηκαν στην μελέτη που ονομάζεται Danish National Birth Cohort, από τον Ιανουάριο του 1996 έως τον Οκτώβριο του 2002. Οι γυναίκες ανέφεραν τη διατροφή τους χρησιμοποιώντας ένα ερωτηματολόγιο συχνότητας φαγητού κατά την 25η εβδομάδα της εγκυμοσύνης και οι πληροφορίες σχετικά με τον διαβήτη τύπου 1 στα παιδιά τους αποκτήθηκαν μέσω του δανικού μητρώου παιδικής και εφηβικής διαβητικής. Οι ερευνητές εντόπισαν 247 περιπτώσεις διαβήτη τύπου 1 (ποσοστό 0,37%) μεταξύ των παιδιών.
Η μέση πρόσληψη γλουτένης ήταν 13 γραμμάρια την ημέρα, κυμαινόμενη από 7 έως 20 γραμμάρια την ημέρα.
Μετά τη λήψη υπόψη των πιθανών επιρροών, όπως η ηλικία της μητέρας, το σωματικό βάρος , τη συνολική πρόσληψη θερμίδων και το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυνος του παιδιού για διαβήτη τύπου 1 αυξανόταν αναλογικά με την πρόσληψη γλουτένης της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Για παράδειγμα, τα παιδιά των γυναικών με τη μεγαλύτερη πρόσληψη γλουτένης (20 γραμμάρια την ημέρα ή περισσότερο) είχαν διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 1 κατά τη διάρκεια μιας μέσης περιόδου παρακολούθησης των 15,6 ετών, έναντι εκείνων με τη χαμηλότερη πρόσληψη γλουτένης (λιγότερο από 7 γραμμάρια την ημέρα).
Αυτή ήταν μια μελέτη παρατήρησης, επομένως δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα. Καταγράφηκε μόνο μια στατιστική σύνδεση. Ωστόσο, οι ερευνητές λένε ότι πρόκειται για μια μελέτη υψηλής ποιότητας με μεγάλο μέγεθος δείγματος και ήταν σε θέση να προσαρμόσουν τους διάφορους παράγοντες που θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει το αποτέλεσμα.
Οι μηχανισμοί που θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τη συσχέτιση δεν είναι γνωστοί, αλλά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αυξημένη φλεγμονή ή την αυξημένη διαπερατότητα του εντέρου (μια διαταραχή που λέγεται σύνδρομο διαρρέοντος εντέρου) έγραψαν οι ερευνητές. Σε ένα συνοδευτικό άρθρο, ερευνητές του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας και Πρόνοιας, από τη Φινλανδία, είπαν ότι χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για να διαπιστωθεί αν η προτεινόμενη σύνδεση έχει αιτία τη γλουτένη ή κάτι άλλο στη διατροφή.
Οι συγγραφείς συμφωνούν ότι είναι πολύ νωρίς για να αλλάξουν οι διαιτητικές συστάσεις για την πρόσληψη γλουτένης στην εγκυμοσύνη, αλλά λένε πως οι γιατροί, οι ερευνητές και το κοινό “πρέπει να γνωρίζουν ότι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων γλουτένης μπορεί να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για το παιδί να αναπτύει διαβήτη τύπου 1 και ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να επιβεβαιώσουν ή να αποκλείσουν αυτά τα ευρήματα και να διερευνήσουν πιθανούς υποκείμενους μηχανισμούς”.
Να σημειωθεί ότι μια φέτα ψωμί έχει περίπου 3 γραμμάρια γλουτένης, ενώ μια μεγάλη μερίδα ζυμαρικών έχει 5-10 γραμμάρια.