Το φύσημα της καρδιάς είναι ένα ακροαστικό εύρημα. Δεν είναι πάθηση αλλά ένας ήχος και συνεπώς για την διάγνωση του αρκεί η ακρόαση της καρδιάς με το στηθοσκόπιο. Το φύσημα αφορά συνήθως την καρδιά, αλλά μπορεί να ακούγεται και πάνω από ένα αγγείο, όπως οι καρωτίδες.
Το φύσημα είναι ένας ήχος που μοιάζει με αυτόν που ακούγεται όταν κάποιος φυσά για να σβήσει ένα κερί. Ο ήχος αυτός φυσιολογικά δεν πρέπει να ακούγεται κατά την ακρόαση με ακουστικό σε ένα φυσιολογικό άτομο. Εντούτοις σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατόν να ακούγεται φύσημα και κατά την ακρόαση ενός απολύτως φυσιολογικού ατόμου. Αυτό οφείλεται στο ότι το αίμα ρέει με αυξημένη ορμή μέσα σε μια φυσιολογική καρδιά. Τα φυσήματα γενικά της κατηγορίας αυτής ονομάζονται αθώα φυσήματα.
Στους νέους ανθρώπους και τα παιδιά τα φυσήματα είναι συχνά αθώα. Στην καθημερινή πρακτική οι γονείς πολλών παιδιών ανησυχούν όταν ο παιδίατρος ακούσει φύσημα στην καρδιά του παιδιού τους και τους συνιστά να προσέχει και να μη γυμνάζεται. Με τις υπάρχουσες μεθόδους πρέπει αμέσως να διευκρινίζεται ο μηχανισμός δημιουργίας του φυσήματος.
Συστολικό και διαστολικό φύσημα
Το αίμα καθώς ρέει στην καρδιά από κοιλότητα σε κοιλότητα κάνει κάποιους φυσιολογικούς ήχους. Το φύσημα παράγεται από τη ροή του αίματος μέσα από τα αγγεία, τις βαλβίδες και τις κοιλότητες της καρδιάς. Είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της τριβής του αίματος που ρέει σε ένα αγγείο ή διαμέσου της καρδιάς ή μιας βαλβίδας. Η τριβή αυτή προκαλεί δονήσεις, οι δονήσεις μεταφράζονται σε ήχους που έχουν διάφορες συχνότητες. Έτσι λοιπόν υπάρχουν και φυσιολογικά φυσήματα που παράγονται από τη φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς.
Καρδιακό φύσημα ονομάζεται οποιοσδήποτε άλλος ήχος εκτός από αυτούς που παράγονται φυσιολογικά. Πιο συγκεκριμένα, ο γιατρός με το στηθοσκόπιο ακούει τους δύο καρδιακούς τόνους, που διεθνώς περιγράφονται ως «λοουυπ – ντοουυπ». Τον πρώτο καρδιακός τόνος ( S1) και τον δεύτερο καρδιακό τόνο (S2). Ο πρώτος καρδιακός τόνος σηματοδοτεί την έναρξη της συστολής και παράγεται από τη σύγκλειση κυρίως της μιτροειδής βαλβίδας και σε μικρότερο βαθμό τη σύγκλειση της τριγλώχινας βαλβίδας. Ο δεύτερος καρδιακός τόνος παράγεται στην έναρξη της διαστολής της καρδιάς από τη σύγκλειση της αορτικής βαλβίδας (και λιγότερο της πνευμονικής βαλβίδας). Το φύσημα είναι ένας πρόσθετος ήχος είτε μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου καρδιακού τόνου, οπότε λέγεται συστολικό φύσημα διότι τότε γίνεται η συστολή της καρδιάς, είτε μεταξύ του δεύτερου και του πρώτου τόνου, οπότε λέγεται διαστολικό φύσημα καθώς τότε γίνεται η διαστολή (η χαλάρωση) της καρδιάς. Σπάνια το φύσημα ακούγεται και στη συστολή και στη διαστολή.
Το φύσημα έχει διάφορους βαθμούς έντασης και μερικές φορές είναι τόσο αδύνατο που εύκολα μπορεί να διαφύγει της προσοχής του γιατρού. Παλιότερα, το αυτί ενός έμπειρου καρδιολόγου ίσως να μπορούσε να ξεχωρίσει ένα αθώο φύσημα από ένα οργανικό φύσημα, το οποίο οφείλεται σε βλάβη της καρδιάς. Σήμερα χρειάζεται ειδική μελέτη με υπερήχους για να αποκλειστεί κάθε καρδιακή πάθηση.
Το παθολογικό φύσημα
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ειδικά στα μωρά, στα παιδιά και στους εφήβους, τα φυσήματα είναι αθώα, δηλαδή δεν συνδυάζονται με κάποια καρδιολογική διαταραχή. Στην περίπτωση αυτή το φύσημα ακούγεται λόγω της αυξημένης κυκλοφορίας του αίματος χάριν της γρήγορης ανάπτυξης στις ηλικίες αυτές καθώς και λόγω του λεπτού θωρακικού τοιχώματος που έχουν τα παιδιά.
Το παθολογικό φύσημα μπορεί να συνδέεται με τις εξής περιπτώσεις:
- Διαταραχή σε μια από τις τέσσερις βαλβίδες της καρδιάς, π.χ. στένωση ή ανεπάρκεια,
- Όταν υπάρχει κάποια «τρυπούλα» (έλλειμμα) στα τοιχώματα της καρδιάς μέσα από την οποία περνάει με μεγάλη ταχύτητα το αίμα,
- Όταν υπάρχει κάποια στένωση ή κάποια παθολογική επικοινωνία μεταξύ των μεγάλων αγγείων που περιβάλλουν την καρδιά.
Οι διαταραχές αυτές προκαλούν στροβιλώδη ροή του αίματος που παράγει το φύσημα. Οι συχνότερες παθήσεις της καρδιάς που δημιουργούν φυσήματα είναι οι στενώσεις ή οι ανεπάρκειες των βαλβίδων. Λιγότερο συχνά οι περισσότερες καρδιοπάθειες μπορούν να εκδηλωθούν με φύσημα. Έτσι είναι δυνατόν να ακουστεί φύσημα κατά την ακρόαση της καρδιάς ενός νεογνού, το οποίο συνήθως οφείλεται σε συγγενή καρδιοπάθεια. Συχνότερες συγγενείς καρδιοπάθειες που εκδηλώνονται με φύσημα είναι η μεσοκοιλιακή ή η μεσοκολπική επικοινωνία (τρύπα στην καρδιά), ο ανοικτός βοτάλλειος πόρος, ο οποίος παραμένει ανοικτός μετά τη γέννηση του παιδιού (φυσιολογικά κλείνει μετά τον τοκετό), η στένωση του ισθμού της αορτής και οι στενώσεις των κλάδων της πνευμονικής αρτηρίας.
Να σημειωθεί ότι ένα πολύ έντονο ή το μεγάλο σε χρονική διάρκεια φύσημα είναι συχνά παθολογικό. Το διαστολικό φύσημα, ακόμα και το ήπιο, είναι πάντοτε παθολογικό.
Κάθε φύσημα πρέπει να διερευνάται με τις σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους, όπως το υπερηχοκαρδιογράφημα και η μαγνητική τομογραφία. Με τις μεθόδους αυτές ο γιατρός μελετά την αρτιότητα των διαφόρων δομών της καρδιάς, όπως είναι οι βαλβίδες και το μυοκάρδιο, ενώ παράλληλα μελετά τη λειτουργία του μυοκαρδίου με την απεικόνιση της κινητικότητας των διαφόρων τμημάτων του. Επίσης με τη μέθοδο Doppler μετριέται η ταχύτητα με την οποία κινείται το αίμα μέσα στην καρδιά και ιδιαίτερα στην περιοχή των βαλβίδων. Αυτό είναι απαραίτητο όταν εμφανίζουν στένωση ή ανεπάρκεια. Γενικά το φύσημα της καρδιάς που δεν συνοδεύεται από παθολογικά ευρήματα στο υπερηχοκαρδιογράφηρα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αθώο.

Oι περιοχές ακρόασης ενός φυσήματος. Ο γιατρός θα αλλάζει τη θέση του στηθοσκοπίου για να βρει την εστία παραγωγής και την μέγιστη ένταση του φυσήματος.
Η πορεία των νοσημάτων που εκδηλώνουν φύσημα είναι γενικά πολυετή. Η ένδειξη για ριζική αντιμετώπιση της υποκείμενης νόσου είναι κατά κύριο λόγο η εκδήλωση συμπτωμάτων. Η οριστική αντιμετώπιση της νόσου που προκαλεί φύσημα είναι χειρουργική. Αν και όταν έρθει ο χρόνος για κάτι τέτοιο, ο θεράπων ιατρός θα συνεκτιμήσει την βαρύτητα της νόσου, την σοβαρότητα των συμπτωμάτων και την συνολικό κίνδυνο του ασθενούς για επέμβαση. Συνήθως ζητείται καρδιοχειρουργική εκτίμηση. Η επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει την συρραφή ενός ελλείμματος, την επιδιόρθωση ή την αντικατάσταση μιας βαλβίδας.