Πάνω από τέσσερα στα 10 παιδιά πίνουν καθημερινά αναψυκτικά με ζάχαρη και ένα στα τρία δεν τρώει καθημερινά ούτε ένα φρούτο, σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Διατροφής, η οποία δόθηκε προχθές στη δημοσιότητα.
Η έκθεση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιεί ότι οι περισσότερες χώρες δεν θα επιτύχουν τους εννέα παγκόσμιους στόχους για την διατροφή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), τους οποίους έχουν υπογράψει ότι θα πρέπει να επιτύχουν μέχρι το 2025, περιλαμβανομένων της παχυσαρκίας των ενηλίκων, του διαβήτη, της αναιμίας και της υγείας των παιδιών.
Η έκθεση διαπίστωσε ότι σχεδόν το 30% των παιδιών σχολικής ηλικίας δεν τρώει ούτε ένα φρούτο καθημερινά ενώ το 44% καταναλώνει καθημερινά ροφήματα που περιέχουν ζάχαρη. Οι ερευνητές χαρακτηρίζουν «άθλιο» το επίπεδο της διατροφής παγκοσμίως και επισημαίνουν ότι προβλήματα που εμφανίζονται στα παιδιά, όπως η παχυσαρκία, η αναιμία ή η ανεπάρκεια θρεπτικών συστατικών δεν αντιμετωπίζονται δεόντως.
«Καμία από τις εισοδηματικές κατηγορίες που εξετάστηκαν δεν λαμβάνει στην διατροφή της αρκετά λαχανικά, όσπρια και τρόφιμα ολικής αλέσεως», είπε η καθηγήτρια Κορίνα Χοκς, η διευθύντρια του κέντρου πολιτικής των τροφίμων στο πανεπιστήμιο City του Λονδίνου. «Αυτό είναι ένα πρόβλημα διαταξικό σε παγκόσμιο επίπεδο», ανέφερε.
Η παγκόσμια απάντηση στην αντιμετώπιση της κακής διατροφής έχει επικεντρωθεί στην παιδική στασιμότητα ανάπτυξης και έχει αντίθετα αγνοήσει το πρόβλημα της παχυσαρκίας, σύμφωνα με την Χοκς. «Ο κόσμος απλά δεν δίνει την απαραίτητη προσοχή στην διατροφή και συγκεκριμένα στην κακή διατροφή σε όλες τις μορφές της».
Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότερες χώρες που διαθέτουν βάσεις δεδομένων βιώνουν περισσότερες από μια μορφή κακής διατροφής–όπως είναι η παιδική στασιμότητα ανάπτυξης, η αναιμία στις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και η παχυσαρκία.
Η κακή διατροφή είναι μια από τις κυριότερες αιτίες πρόκλησης προβλημάτων υγείας παγκοσμίως και ευθύνεται σχεδόν για έναν στους πέντε θανάτους, σύμφωνα με την έκθεση. Η κακή διατροφή είναι ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου νοσηρότητας και θνησιμότητας–περισσότερο από την ατμοσφαιρική ρύπανση, περισσότερο από το κάπνισμα», δήλωσε η Τζέσικα Φάντσο, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins και επικεφαλής της έρευνας.
Η ανάλυση πάνω από 23.000 συσκευασμένων προϊόντων τροφίμων διαπίστωσε ότι η μεγάλη πλειονότητά τους -69%–είναι σχετικώς χαμηλής θρεπτικής αξίας,
Περίπου 8,23 εκατομμύρια παιδιά παγκοσμίως είτε αντιμετωπίζουν στασιμότητα ανάπτυξης, είτε είναι υπέρβαρα.
Στοιχεία που αφορούν την βρεφική διατροφή δείχνουν ότι το ποσοστό των βρεφών ηλικίας έως έξι μηνών, που θηλάζουν αποκλειστικά έχει αυξηθεί στο 41%. Οι πωλήσεις του συσκευασμένου βρεφικού γάλακτος αυξάνονται ραγδαία.
Σύμφωνα με την έκθεση, λιγότερο από το ένα στα πέντε βρέφη 6-23 μηνών έχει μια στοχειωδώς αποδεκτή διατροφή, ενώ μόλις τα μισά παιδιά αυτής της ηλικίας λαμβάνει τον μικρότερο συνιστώμενο αριθμό γευμάτων.
Στην Ελλάδα
Από τα στοιχεία της Πανελλαδικής Μελέτης Διατροφής και Υγείας (ΠΑ.ΜΕ.Δ.Υ) που αξιολόγησε 4600 άτομα όλων των ηλικιών από αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού προέκυψε ότι στους ενήλικες άνω των 60 ετών, περίπου 1 στους 2 είναι δυσλιπιδαιμικός ή/και υπερτασικός ενώ πάνω από το 10% είναι διαβητικοί.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής διατροφής Αντώνης Ζαμπέλας από το Γεωπονικό πανεπιστήμιο της Αθήνας, «αυτό σημαίνει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού μας δεν σιτίζεται σωστά για πολλά χρόνια, δηλαδή ενώ από πλευράς θερμίδων (ενέργειας) προσλαμβάνουμε περισσότερες από τις αναγκαίες και για αυτό περίπου το 60% του πληθυσμού έχει πρόβλημα βάρους, η συνήθης διατροφή υπολείπεται σε σημαντικά θρεπτικά συστατικά»
Οι διατροφικές συνήθειες του ελληνικού πληθυσμού προσδίδουν λίπος, κορεσμένα λιπαρά και πρωτεΐνη πάνω από τις συστάσεις, επισημαίνει ο κ. Ζαμπέλας και προσθέτει: «Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κορεσμένα λιπαρά πρέπει να μειωθούν κατά 30% στον υγιή γενικό πληθυσμό και κατά περίπου 50% στα άτομα υψηλού κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων. Αντίθετα, η πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων είναι χαμηλή με το 95% του πληθυσμού να μην προσλαμβάνει τις συνιστώμενες ποσότητες ενώ και η πρόσληψη φυτικών ινών (φρούτα, λαχανικά, όσπρια) είναι χαμηλή».
Επίσης παρατηρούνται χαμηλές προσλήψεις σε πολλές βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία. Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν όλος ο πληθυσμός που εξετάστηκε δεν είχε επαρκή πρόσληψη βιταμίνης D, το 70% είχε χαμηλή πρόσληψη φυλλικού οξέος, το 60% σε ασβέστιο και κάλιο, ενώ περίπου το 30% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας είχαν χαμηλή πρόσληψη σιδήρου. Απεναντίας η πρόσληψη νατρίου που θα έπρεπε να είναι χαμηλή είναι ιδιαίτερα υψηλή.
Τα παιδιά
Σήμερα η παχυσαρκία έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις παγκοσμίως ενώ παράλληλα παραμένουν πολύ υψηλά τα ποσοστά καχεξίας λόγω μειωμένης πρόσληψης τροφής και απαραίτητων θρεπτικών συστατικών κυρίως στην Αφρική, αναφέρει ο Δημήτρης ενδοκρινολόγος, καθηγητής Ιατρικής. Όπως επισημαίνει, στην Ευρώπη πάνω από το 60% των ανδρών και το 50% των γυναικών είναι υπέρβαροι. Αντίστοιχα υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας εμφανίζονται και στα παιδιά. Τα Ελληνόπουλα είναι από τα πιο παχύσαρκα της Ευρώπης.
Πολλοί παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Ο σημαντικότερος είναι η διατροφή. Οι σωστές διατροφικές συνήθειες φαίνεται να προστατεύουν από την παχυσαρκία αλλά και από άλλες παθήσεις (καρκίνους, καρδιαγγειακά νοσήματα κλπ). Η συχνή κατανάλωση πλούσιων σε ζάχαρη ροφημάτων όπως τα αναψυκτικά υπερδιπλασιάζει τον κίνδυνο παχυσαρκίας και οδηγεί σε μείωση άλλων πιο υγιεινών ροφημάτων πχ. γάλα, νερό κλπ. Σε ορισμένες χώρες, έχει θεσπιστεί ή σχεδιάζεται η φορολόγηση των παχυντικών τροφίμων.