Αν. Ξανθός: Αυξητική η τάση των δημόσιων δαπανών υγείας

«Εμείς με πολύ μεγάλη προσπάθεια, αυτά τα χρόνια καταφέραμε να διασώσουμε τη δημόσια περίθαλψη, καταφέραμε να κρατήσουμε το σύστημα υγείας όρθιο, να καλύψουμε με καθολικό τρόπο τον κόσμο, χωρίς αποκλίσεις», ανέφερε ο υπουργός Υγείας μιλώντας στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του 2019 σημειώνοντας ότι σήμερα η κυβέρνηση υλοποιεί ένα πολιτικό σχέδιο που περιλαμβάνει και την ηθικοποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας και περίθαλψης, και κυρίως προωθεί κρίσιμες μεταρρυθμίσεις.

«Οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει στο επίπεδο της κοινωνικής προστασίας και της προνοιακής πολιτικής, τα μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση, το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, τα μέτρα για την παιδική φτώχεια, τα στεγαστικά επιδόματα, η διατροφική υποστήριξη ανθρώπων με πολύ χαμηλό εισόδημα, όλα αυτά είναι παρεμβάσεις, που εκτός από την κοινωνική συνοχή, είναι και επένδυση στην καλύτερη υγεία του πληθυσμού», είπε ο Ανδρέας Ξανθός επισημαίνοντας ότι οι κοινωνίες ανισότητας έχουν χειρότερη υγεία.

«Είναι απύθμενο θράσος, πολιτικές δυνάμεις που αποδιοργάνωσαν πλήρως τις δημόσιες δομές, να ασκούν σήμερα κριτική» είπε ο Ανδρέας Ξανθός, σημειώνοντας ότι είναι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις που εξώθησαν εκτός συστήματος 2.500 έως 3.000 γιατρούς και άφησαν ακάλυπτο υγειονομικά τον κόσμο, που σήμερα εγκαλούν το σύστημα.

Τα βασικά σημεία της ομιλίας του υπουργού Υγείας έχουν ως εξής:

Ο πρώτος προϋπολογισμός μετά την έξοδο από την κρίση και το Μνημόνιο – αποτυπώνει με σαφή τρόπο τη σταδιακή υποχώρηση της σκληρής λιτότητας που είχε επιβληθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια και την ενισχυμένη δημοσιονομική υποστήριξη του Κοινωνικού Κράτους και της Δημόσιας Περίθαλψης.

Έχουμε ενίσχυση των δημόσιων δαπανών υγείας κατά 128,5 εκ. ευρώ ( 92,5 εκ. στους κλειστούς προϋπολογισμούς του φαρμάκου και των λοιπών παροχών του ΕΟΠΥΥ και 36 εκ. στις λειτουργικές –πλην φαρμάκου- δαπάνες του ΕΣΥ ). Αυτή η στήριξη αποτελεί συνέχεια της πολύ κρίσιμης ενίσχυσης που δέχτηκε το Δημόσιο Σύστημα Υγείας τα τελευταία 4 χρόνια.

Η σωρευτική αύξηση των πιστώσεων (του ορίου δαπανών δηλαδή) για το ΕΣΥ ( νοσοκομεία-ΥΠΕ) την περίοδο 2015-2018 ήταν σε δεδουλευμένη βάση 674 εκ. ευρώ, σε σχέση με αυτό που προέβλεπε το προηγούμενο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα (ΜΠΔΣ 2015-2018) της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Αυτή η «δημοσιονομική ένεση» μαζί με την «αιμοδότηση» του ΕΣΥ με πάνω 6.000 μόνιμους γιατρούς συν λοιπό προσωπικό (έχουν αναλάβει υπηρεσία 1.648 γιατροί στο ΕΣΥ και 4.075 νοσηλευτές-λοιπό παραϊατρικό προσωπικό), με 4.500 περίπου επικουρικούς εργαζόμενους (2.981 γιατροί + 1.445 λοιπό προσωπικό), καθώς και με 4.000 συμβασιούχους μέσω ΟΑΕΔ, επέτρεψε την επιβίωση και σταδιακή αναβάθμιση της δημόσιας περίθαλψης στη χώρα, η οποία βεβαίως δεν ήταν ούτε αυτονόητη, ούτε δεδομένη, ούτε εύκολη υπόθεση.

Η αυξητική τάση των δημόσιων δαπανών υγείας θα συνεχιστεί και τα επόμενα 4 χρόνια, σύμφωνα με το νέο ΜΠΔΣ 2019-2022 και η συνολική ενίσχυση του ορίου αγορών (πιστώσεων) των νοσοκομείων και του ΕΟΠΥΥ θα ανέλθει στα 476,5 εκ. ευρώ.

Η καθαρή χρηματοοικονομική θέση ( ταμειακά διαθέσιμα-υποχρεώσεις) του ΕΣΥ και του ΕΟΠΥΥ βελτιώνεται συνεχώς και αναμένεται στο τέλος του 2018 το θετικό δημοσιονομικ;o αποτέλεσμα για το ΕΣΥ να είναι 161 εκ. και για τον ΕΟΠΥΥ 322 εκ. Αυτό αποδεικνύει ότι η κριτική περί περικοπών που ασκήθηκε πέρυσι για τον προϋπολογισμό του 2018 – και σε μεγάλο βαθμό αναπαράγεται και φέτος- είναι εντελώς αβάσιμη και παραπειστική. Δεν υπάρχουν περικοπές στις δαπάνες, το αντίθετο μάλιστα. Υπάρχει οριακή αλλά πολιτικά και λειτουργικά σημαντική αύξηση κάθε χρόνο και η μειωμένη χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό υπερκαλύπτεται με την αυξημένη μεταβίβαση πόρων από τον ΕΟΠΥΥ στο ΕΣΥ. Για το 2019 προβλέπονται έσοδα 1,942 δις. για το ΕΣΥ και έξοδα 1,866 δις. Άρα η αγορά φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, αντιδραστηρίων κλπ καθώς και η μισθοδοσία επικουρικού προσωπικού και συμβασιούχων είναι απολύτως διασφαλισμένη. Σε κάθε περίπτωση όμως, έχουμε αποδείξει τα προηγούμενα χρόνια ότι αν χρειαστεί προσαύξηση του προϋπολογισμού λόγω αυξημένων αναγκών των νοσοκομείων, αυτή εγκρίνεται από το ΓΛΚ. Και πάντα το τελικό όριο δαπανών υπερβαίνει το αρχικό που είχε προϋπολογιστεί. Το 2018 υπήρξε ενίσχυση κατά 60 εκ. των λειτουργικών δαπανών του ΕΣΥ και κατά 190 εκ. της δαπάνης για το νοσοκομειακό φάρμακο.

Αυτό που συνέβη λοιπόν στη Υγεία τα προηγούμενα 4 χρόνια είναι ότι, στο ίδιο μνημονιακό πλαίσιο, στο ίδιο περιβάλλον δημοσιονομικής πειθαρχίας και επιτροπείας, θέσαμε άλλες κοινωνικές και πολιτικές προτεραιότητες, υλοποιήσαμε ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο και αποδείξαμε ότι ο αποκλεισμός των ανασφάλιστων και οι ανισότητες στην Υγεία δεν είναι αποδεκτές, ότι η εγκατάλειψη και απαξίωση του ΕΣΥ δεν είναι μονόδρομος την περίοδο της κρίσης και ότι η Υγεία μπορεί και πρέπει να είναι πρωτίστως δημόσια υπόθεση. Η «μεγάλη εικόνα» στο Σύστημα Υγείας είναι ότι ξεπεράστηκε οριστικά η φάση της αποδιοργάνωσης του ΕΣΥ και της διακινδύνευσης για το μέλλον του, και σήμερα είναι όρθιο, λειτουργικό και κυρίως προσβάσιμο από όλους χωρίς διακρίσεις, με προβλήματα και δυσκολίες αλλά με αδιαμφισβήτητα βήματα βελτίωσης, με περισσότερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες. Η επιβίωση και ανάταξη του ΕΣΥ και της δημόσιας περίθαλψης, μετά τα πολλαπλά «τραύματα» της προηγούμενης μνημονιακής περιόδου, ήταν ένα επίτευγμα υψηλής κοινωνικής σημασίας που προϋπέθετε ισχυρή πολιτική βούληση, έντιμη και αποτελεσματική διαχείριση και φυσικά αυξημένη δημοσιονομική στήριξη. Προφανώς η ισότιμη και δωρεάν πρόσβαση όλων των ανασφάλιστων πολιτών στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας ήταν η μεγάλη τομή στην πολιτική Υγείας.

Σήμερα οι ανασφάλιστοι στην Ελλάδα, που εξακολουθούν να είναι πάνω από 2 εκατομμύρια, μπορούν πλέον με τη χρήση του ΑΜΚΑ τους να συνταγογραφούνται για τα φάρμακα τους, να πραγματοποιούν εργαστηριακές εξετάσεις στις δημόσιες δομές, να νοσηλεύονται ή να χειρουργούνται στα νοσοκομεία δωρεάν και χωρίς διακρίσεις, να δέχονται εξειδικευμένη και ακριβή φροντίδα χωρίς καμιά χρέωση. Ήδη στο πρώτο 11μηνο του 2018 852.000 ανασφάλιστοι (με ξεχωριστό ΑΜΚΑ) συνταγογραφήθηκαν για φάρμακα αξίας 205 εκ. ευρώ και για εξετάσεις αξίας 65 εκ. ευρώ.

Είναι πολύ σημαντικό επίσης από πολιτική άποψη, ότι η δημόσια δαπάνη Υγείας όχι μόνο αυξάνεται σταδιακά μετά το «δημοσιονομικό χαμηλό» του 2014 (4,63% του ΑΕΠ) στο 5,16% του ΑΕΠ το 2017, αλλά και ότι αλλάζει η αναλογία Δημόσιο/Ιδιωτικό στο σύνολο των δαπανών υγείας. Το 2014 η σχέση ήταν 58% δημόσια δαπάνη και 42% ιδιωτική, ενώ το 2017 γίνεται 61% και 39% αντίστοιχα. Αυτό πρακτικά σημαίνει αλλαγή συσχετισμών υπέρ του Δημόσιου Τομέα και μείωση της επιβάρυνσης των πολιτών με out off pocket πληρωμές. Είναι ένα μικρό βήμα στην κατεύθυνση μιας αντι-νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην Υγεία, παρά το ότι η λιτότητα είναι παρούσα και δημιουργεί σοβαρούς περιορισμούς. Η περίοδος της εγκατάλειψης και της υστέρησης του ΕΣΥ έναντι του ιδιωτικού τομέα έχει κλείσει οριστικά. Οι πολύ σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές και σύγχρονο εξοπλισμό, οι νέες δομές ΠΦΥ (ΤΟΜΥ), η ενίσχυση των Εργαστηρίων των Κέντρων Υγείας και των δημόσιων δομών αποκατάστασης (ΚΕΦΙΑΠ), τα 2 νέα νοσοκομεία του ΕΣΥ που δρομολογούνται με τη δωρεά του ΙΣΝ, το Εθνικό Μεταμοσχευτικό Κέντρο μέσω του Ιδρύματος Ωνάση κλπ, δείχνουν ότι το Δημόσιο διευρύνεται και πλέον ανακτά «ζωτικό χώρο» στην Υγεία, αναζητώντας την επικουρική συνδρομή και οριοθετημένη συνεργασία με τον Ιδιωτικό τομέα, με κοινούς κανόνες και μηχανισμούς ελέγχου της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Η πιο σημαντική και αδιαμφισβήτητη απόδειξη του «κοινωνικού προσήμου» της πολιτικής Υγείας που ασκήθηκε τα προηγούμενα 3-4 χρόνια, είναι ότι αρχίζει να βελτιώνεται αισθητά ένας σημαντικός δείκτης των ανισοτήτων στην Υγεία: το ποσοστό του πληθυσμού που αναφέρει ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες από 4,1% πριν την κρίση (2009) έφτασε στο 14,4% το 2016 και έπεσε στο 10,9% το 2017 μετά το νόμο για την πρόσβαση των ανασφάλιστων, ενώ το ποσοστό αυτό για τους πιο φτωχούς πολίτες υποδιπλασιάστηκε (από το 36,5% στο 19,3%). Κεντρικός πολιτικός στόχος για την Υγεία μετά το Μνημόνιο είναι η μείωση των ανισοτήτων στην υγειονομική φροντίδα λόγω οικονομικής αδυναμίας, δυσκολιών πρόσβασης ( νησιά, άγονες περιοχές), μεγάλων αναμονών ή λειτουργικών ανεπαρκειών του ΕΣΥ.

Άρα, πολιτικές ισότητας και ενδυνάμωση του ΕΣΥ χρειαζόμαστε, περισσότερη και ποιοτικότερη δημόσια περίθαλψη, ορθολογικότερη διαχείριση και αύξηση της αποδοτικότητας των δημόσιων πόρων που επενδύονται στην Υγεία, στροφή στην ΠΦΥ, την πρόληψη και τη Δημόσια Υγεία, μέριμνα όχι μόνο για τη σωματική αλλά και για την Ψυχική Υγεία, δημόσια λογοδοσία των Διοικήσεων, σχεδιασμός των υπηρεσιών και κατανομή των πόρων με βάση τις επιδημιολογικά τεκμηριωμένες ανάγκες υγείας σε κάθε περιοχή, μείωση οικονομικών επιβαρύνσεων των πολιτών, έμφαση στα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των ασθενών.

Κρίσιμος όρος για την εφαρμογή του πολιτικού σχεδίου της καθολικής κάλυψης είναι η διασφάλιση αυξημένου «δημοσιονομικού χώρου» για τη Δημόσια Περίθαλψη και το Κοινωνικό Κράτος. Οφείλουμε, μέσα από ένα προγραμματισμό 4ετίας (στο πλαίσιο του ΜΠΔΣ) να συγκλίνουμε σταδιακά με τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους στις δημόσιες δαπάνες υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ (στην Ελλάδα 5,2%, στην ΕΕ 6,8-7,0%), την κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας (στην Ελλάδα 1.650 ευρώ/έτος, τα 2/3 του μέσου όρου στην ΕΕ) και στις άμεσες ιδιωτικές δαπάνες υγείας (35% στην Ελλάδα, 15% στην ΕΕ). Ο βασικός στόχος πρέπει να είναι η αύξηση των δημόσιων δαπανών υγείας κατ’ έτος, έτσι ώστε σε βάθος 4ετίας να συγκλίνουν με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και υπερβούν το κρίσιμο όριο του 6% του ΑΕΠ.

Έχουμε κάνει στα χρόνια του Μνημονίου και της λιτότητας πολύ σημαντικά βήματα για την οικονομική ανακούφιση των πολιτών σε θέματα Υγείας, τα οποία τώρα με μεγαλύτερη «δημοσιονομική ευχέρεια» θα ενισχύσουμε:

  • Εγγυημένη υγειονομική φροντίδα για τους ανασφάλιστους – το 1/3 με μηδενική συμμετοχή στα φάρμακα λόγω χαμηλού εισοδήματος
  • Διαγραφή χρεών ανασφάλιστων στην Εφορία για νοσηλεία στα νοσοκομεία, ύψους 28 εκ. ευρώ
  • Kατάργηση του «εισιτηρίου» των 5 ευρώ για την πρόσβαση στο ΕΣΥ
  • Mείωση κατά 40 εκ. της συμμετοχής στο κόστος των φαρμάκων όταν ο ασθενής επιλέγει γενόσημο
  • Mείωση κατά 20 εκ. ευρώ της επιβάρυνσης του 1 ευρώ/συνταγή λόγω της κατάργησης του περιορισμού των 3 φαρμάκων/συνταγή
  • 350.000 δωρεάν επισκέψεις στον οικογενειακό γιατρό τους πρώτους μήνες λειτουργίας των ΤΟΜΥ
  • 40 εκ. ευρώ το 2019 για δωρεάν οδοντιατρική φροντίδα των παιδιών
  • Μείωση συμμετοχής στα φάρμακα για ειδικές κατηγορίες χρονίων παθήσεων ( ψωρίαση, φλεγμονώδης νόσος του εντέρου)
  • Δωρεάν χορήγηση στους ογκολογικούς ασθενείς των συμπληρωματικών φαρμάκων που σχετίζονται με τη θεραπεία και τις παρενέργειες.

 

Δείτε επίσης