Αυξημένος μεταβολισμός με μια δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων

Οι διαιτολόγοι πάντα τόνιζαν ότι μια “θερμίδα είναι πάντα μια θερμίδα” εννοώντας μ’ αυτό ότι δεν έχει σημασία από ποιες τροφές προέρχονται οι θερμίδες. Υπό την έννοια αυτή οι υδατάνθρακες ήταν προτιμότεροι από το λίπος διότι παρείχαν λιγότερες θερμίδες ανά γραμμάριο. Τα τελευταία χρόνια όμως έχει γίνει σαφές ότι οι τροφές δεν παρέχουν μόνο θερμίδες αλλά ασκούν και άλλες επιρροές στο σώμα, π.χ. η γλυκόζη ανεβάζει την ινσουλίνη ενώ το λίπος δεν έχει μια τέτοια επίδραση.

Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό British Medical Journal το 2018 έδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν να κάψουν περισσότερες θερμίδες με μια διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος και χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, σε σχέση με μια αντίθετη διατροφή που προσφέρει τις ίδιες θερμίδες. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα “αντιλαμβάνεται” μια θερμίδα ζάχαρης διαφορετικά από μια θερμίδα λίπους. Μπορεί λοιπόν μια θερμίδα να είναι πάντα μια θερμίδα αλλά για το σώμα έχει σημασία από που προέρχεται. Άλλη επίδραση προκαλεί μια θερμίδα από υδατάνθρακες και άλλη μια θερμίδα από λίπη. Υπό αυτήν την έννοια οι θερμίδες δεν είναι ίδιες.

«Τα ευρήματα έδειξαν ότι όλες οι θερμίδες δεν είναι ίδιες για το σώμα», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Δρ. David Ludwig, ο οποίος διευθύνει το New Balance Foundation Obesity Prevention Center στο Boston Children’s Hospital της Βοστόνης. Ο Ludwig προσυπογράφει μια θεωρία, γνωστή ως μοντέλο “υδατάνθρακα-ινσουλίνης”, η οποία υποδηλώνει ότι η κατανάλωση τροφών με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη (αυτές που αυξάνουν σημαντικά το σάκχαρο του αίματος αμέσως μετά την κατανάλωσή τους) προκαλούν ορμονικές αλλαγές που αυξάνει την πείνα και οδηγεί σε αύξηση του σωματικού βάρους.

Σύμφωνα με το πρότυπο ινσουλίνης-υδατάνθρακα, η αυξημένη αναλογία ινσουλίνης προς γλυκαγόνη μετά από την κατανάλωση γευμάτων με υψηλό γλυκαιμικό φορτίο κατευθύνει τα καύσιμα μακριά από την οξείδωση και προς αποθήκευση στο λιπώδη ιστό. Αυτό αυξάνει την πείνα στη διάρκεια της ημέρας και προδιαθέτει σε αύξηση του σωματικού βάρους, ειδικά μεταξύ των ανθρώπων με εγγενώς υψηλή έκκριση ινσουλίνης. Το μοντέλο υδατάνθρακα-ινσουλίνης προσφέρει ένα φυσιολογικό μηχανισμό για την κατανόηση του γιατί τα ποσοστά παχυσαρκίας έχουν αυξηθεί σημαντικά από την δεκαετία του 1970 στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν προτάθηκε η μείωση του λίπους και η αύξηση των υδατανθράκων.

Ο Ludwig και οι συνάδελφοί του, για να δουν εάν ο μεταβολισμός και η πείνα μπορούν να επηρεαστούν από τους τύπους των τροφίμων, προσέλαβαν 164 υπέρβαρους ενήλικες ηλικίας 18+65 ετών, οι οποίοι είχαν ήδη χάσει το 10% του σωματικού βάρους και τους κατένειμαν τυχαία σε τρεις δίαιτες οι οποίες περιείχαν διαφορετικά ποσοστά υδατανθράκων και λίπους για 20 εβδομάδες.

Περισσότερες καύσεις με τη λιπαρή διατροφή

Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Τα γεύματα παρείχαν τις ίδιες συνολικές θερμίδες ημερησίως (2.000) και όλα περιείχαν 20% πρωτεΐνες. Αλλά η διατροφή κάθε ομάδας ήταν διαφορετική:

  • Η πρώτη ομάδα κατανάλωνε 20% λίπος (48 γρ.) και 60% υδατάνθρακες (305 γρ.).
  • Η δεύτερη ομάδα κατανάλωνε 40% λίπος (92 γρ.) και 40% υδατάνθρακες (205 γρ.).
  • Η τρίτη ομάδα κατανάλωνε 60% λίπος (137 γρ.) και 20% υδατάνθρακες (105 γρ.).

Η συντήρηση του βάρους μεταξύ των ομάδων δεν διέφερε κατά τη διάρκεια της δοκιμής των 20 εβδομάδων. Όμως κατά την παρακολούθηση του βάρους των εθελοντών και τη μέτρηση της δαπάνης ενέργειας, έγινε σαφές πως όσοι κατανάλωναν τα χαμηλότερα επίπεδα υδατανθράκων έκαιγαν περισσότερες θερμίδες. Εξίσου σημαντικό, τα επίπεδα των ορμονών που ρυθμίζουν την πείνα, της γκρελίνης και της λεπτίνης ήταν επίσης χαμηλότερα σ’ αυτήν την ομάδα.

Αυτοί που ήταν στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων έκαιγαν 250 (200-280) περισσότερες θερμίδες την ημέρα από εκείνους της δίαιτας των υψηλών υδατανθράκων -περίπου 60 θερμίδες επιπλέον για κάθε 10% μείωση των υδατανθράκων. Οι εθελοντές με την υψηλότερη έκκριση ινσουλίνης κατά την έναρξη της μελέτης είχαν ακόμη πιο μεγάλη διαφορά στην ενεργειακή δαπάνη. Εκείνοι που ακολούθησαν μια διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες έκαιγαν έως και 478 θερμίδες την ημέρα παραπάνω από όσους ακολουθούσαν διατροφή με περισσότερους υδατάνθρακες.

Οι ερευνητές είπαν ότι με αυτόν το ρυθμό, ένας άντρας ηλικίας 30 ετών, ύψους 178 εκατοστών και βάρους 100 κιλών θα μπορούσε θεωρητικά να χάσει περί τα 10 κιλά μέσα σε τρία χρόνια με τη δίαιτα των χαμηλών υδατανθράκων.

Τα αποτελέσματα αυτά βασίστηκαν σε μια έγκυρη ανάλυση ούρων των συμμετεχόντων. Οι ερευνητές έδωσαν στους συμμετέχοντες ισοτοπικά επισημασμένο νερό (όπου το νερό είναι “ετικετοποιημένο” με μια ουσία) και συνέκριναν δείγματα ούρων πριν και μετά τις δίαιτες για να μετρήσουν τη συνολική ενεργειακή δαπάνη. Αυτό τους επέτρεψε να υπολογίσουν τη μέση δαπάνη ενέργειας στις διαφορετικές δίαιτες για άτομα με συγκεκριμένο σωματικό βάρος. Κατά τη διάρκεια της μελέτης οι συμμετέχοντες βρίσκονταν σε φάση συντήρησης, δηλαδή δεν έχαναν κιλά. Αυτό σημαίνει ότι όσοι έκαιγαν περισσότερες θερμίδες κατανάλωναν περισσότερο φαγητό.

«Η μελέτη είναι συναρπαστική και μοναδική», δήλωσε η Δρ Rekha Kumar, ειδική στην ενδοκρινολογία και την παχυσαρκία στο Weill Cornell Medicine, στη Νέα Υόρκη. «Οι περισσότερες μελέτες εξετάζουν την πρόκληση απώλειας βάρους», δήλωσε η Kumar. «Αυτή η μελέτη αφορά τη συντήρηση του βάρους. Και θέτει το ερώτημα αν υπάρχει μια συγκεκριμένη σύνθεση μακροθρεπτικών συστατικών που μπορεί να οδηγήσει σε καύση περισσότερων θερμίδων».

Πηγή: Effects of a low carbohydrate diet on energy expenditure during weight loss maintenance: randomized trial.

Δείτε επίσης