Καθώς περνούν τα χρόνια, τη γονιμότητα μειώνεται και στα δύο φύλλα ενώ στη γυναίκα σταματά οριστικά με την εμμηνόπαυση. Τα ωάρια της γυναίκας, καθώς περνά τα 20 και τα 30 της χρόνια και πλησιάζει τα 40, υφίστανται αλλαγές με γεωμετρική πρόοδο που δυσκολεύουν την απόκτηση παιδιού. Παράλληλα, οι άνδρες επίσης παρουσιάζουν αλλαγές οι οποίες μειώνουν αργά μεν αλλά σταθερά τη γονιμότητά τους.
«Όταν το θέμα είναι η γυναικεία γονιμότητα, τον καθοριστικό ρόλο παίζει η ποιότητα των παραγομένων ωαρίων, που φθίνει μετά την ηλικία των 35 ετών», λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ. «Στους άνδρες, η μείωση της γονιμότητας είναι πιο αργή και έτσι δυσκολεύονται να κάνουν παιδιά κυρίως μετά τα 40 ή ακόμα και τα 50 τους χρόνια».
Ποιες είναι, όμως, οι αλλαγές που συμβαίνουν ανά δεκαετία της ζωής και πως επηρεάζουν την εγκυμοσύνη;
Ο ρυθμός εμφάνισής τους διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα, όπως η ύπαρξη τυχόν διαταραχών (π.χ. σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών). Σε γενικές γραμμές, όμως, οι αλλαγές αναμένονται είναι οι εξής, σύμφωνα με τον Δρ. Βασιλόπουλο και ειδικούς από την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής:
Στη δεκαετία 20-29
Τα έτη 20-29 είναι τα πιο γόνιμα χρόνια και για τα δύο φύλα. Από τα 1-2 εκατομμύρια ωοθυλάκια με τα οποία γεννιέται μια γυναίκα, έχουν απομείνει 100.000-200.000. Από αυτά, κάθε μήνα χάνονται περίπου 1.000, ενώ απελευθερώνονται 1-2 ωάρια τα οποία έχουν την υψηλότερη δυνατή ποιότητα.
Ο έμμηνος κύκλος συνήθως είναι σταθεροποιημένος και η γυναίκα έχει ωορρηξία, επομένως είναι εύκολη η σύλληψη με φυσικό τρόπο. Αυτό ισχύει παρότι παρατηρείται μικρή μείωση της γονιμότητας καθώς η γυναίκα πλησιάζει τα 30 της χρόνια.
Στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, οι πιθανότητες εγκυμοσύνης είναι υψηλές (πάνω από 75% με έναν χρόνο συστηματικής προσπάθειας). Η εγκυμοσύνη συχνά είναι πιο εύκολη σε αυτές τις ηλικίες, κυρίως διότι γενικώς οι νεαρές γυναίκες είναι πιο δραστήριες σωματικά και σε καλύτερη φυσική κατάσταση.
Στους άνδρες των ίδιων ηλικιών, παρατηρείται συνεχής παραγωγή και ανάπτυξη σπερματοζωαρίων. Ένας νέος και υγιής άνδρας παράγει σε καθημερινή βάση έως και 80-100 εκατομμύρια νέα σπερματοζωάρια. Τα σπερματοζωάρια αυτά παράγονται έπειτα από μία διαδικασία ανάπτυξης και ωρίμανσης που διαρκεί 2,5-3 μήνες.
Ανεξαρτήτως φύλου, οι ηλικίες αυτές είναι καθοριστικές για τη μελλοντική γονιμότητα, διότι οι συνήθειες που υιοθετούν οι νέοι (π.χ. όσον αφορά το κάπνισμα, τη διατροφή, την άσκηση κ.λπ.) μπορεί να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στη μελλοντική γονιμότητά τους.
Στη δεκαετία 30-39
Η υπερκατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα και τα ξενύχτια αρχίζουν να έχουν αντίκτυπο στην ανδρική γονιμότητα. Παρατηρείται συχνά μείωση στον αριθμό και την ποιότητα των παραγομένων σπερματοζωαρίων.
Μετά την ηλικία των 35 ετών, οι άνδρες παράγουν ολοένα περισσότερα παθολογικά σπερματοζωάρια όσον αφορά τη μορφολογία και τη μειωμένη κινητικότητα. Οι αλλαγές αυτές αυξάνουν τις πιθανότητες απόκτησης μωρού με κάποια συγγενή διαταραχή (π.χ. διαταραχή του φάσματος του αυτισμού, σχιζοφρένεια).
Στις γυναίκες, οι ωοθήκες αρχίζουν να γηράσκουν. Η ποιότητα των παραγομένων ωαρίων αρχίζει σταδιακά να φθίνει, με συνέπεια να δυσκολεύει η σύλληψη. Οι πιθανότητες εγκυμοσύνης είναι λίγο χαμηλότερες κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας αυτής, απ’ ό,τι το τελευταίο μισό της προηγούμενης. Ωστόσο μόλις η γυναίκα περάσει τα 35 της χρόνια, οι πιθανότητες εγκυμοσύνης θα αρχίσουν να μειώνονται πολύ πιο γρήγορα. Έτσι, μόνο το 54% των γυναικών επιτυγχάνει εγκυμοσύνη με φυσικό τρόπο έπειτα από έναν χρόνο συστηματικής προσπάθειας, ενώ μειωμένα είναι και τα ποσοστά εγκυμοσύνης έπειτα από εξωσωματική γονιμοποίηση με φρέσκα ωάρια της γυναίκας.
Μετά τα 35 έτη είναι επίσης πολύ πιο πιθανό να έχουν τα παραγόμενα ωάρια χρωμοσωμικά προβλήματα, με επακόλουθο να αυξάνονται σταδιακά τα ποσοστά αποβολής. Η αύξηση του κινδύνου αποβολής είναι ακόμα μεγαλύτερη μετά την ηλικία των 37-38 ετών.
Στη δεκαετία 40-49 ετών
Μετά τα 45 οι περισσότερες γυναίκες μπαίνουν στην περιεμμηνόπαυση ή την εμμηνόπαυση, με συνέπεια η γονιμότητά τους να μειώνεται ραγδαία. Και όσο πλησιάζουν στα 50, μια πιθανή εγκυμοσύνη φέρει αυξημένο κίνδυνο γενετικών ανωμαλιών και αποβολής.
Ενώ γενικά οι πιθανότητες να κυοφορεί μία γυναίκα μωρό με σύνδρομο Down είναι λιγότερες από 1 στις 100, μετά τα 45 έτη ο κίνδυνος αυξάνεται σημαντικά: φθάνει τη 1 πιθανότητα στις 30.
Μετά τα 45 είναι λίγες οι πιθανότητες εγκυμοσύνης, καθώς οι περισσότερες γυναίκες πλησιάζουν (ή ήδη έχουν μπει) στην περιεμμηνόπαυση ή την εμμηνόπαυση. Στις ηλικίες αυτές υπάρχει επίσης υψηλός κίνδυνος αποβολής (οι πιθανότητες είναι πάνω από 60% για τις γυναίκες ηλικίας άνω των 45 ετών). Στους άνδρες, η γονιμότητα φθίνει σημαντικά και έτσι μπορεί να δυσκολεύονται να αφήσουν έγκυο τη σύντροφό τους.
Παρότι σε αυτές τις ηλικίες δεν είναι αδύνατο να αποκτήσει μία γυναίκα παιδί, δεν συνιστάται από τους γιατρούς – ιδίως για τις γυναίκες που επιθυμούν να αποκτήσουν βιολογικό παιδί (δηλαδή να τεκνοποιήσουν με δικά τους ωάρια). Αντιθέτως, υψηλά είναι τα ποσοστά απόκτησης παιδιού με δωρεά ωαρίων ή με ωάρια της γυναίκας που καταψύχθηκαν σε πολύ νεότερη ηλικία (πριν τα 35 έτη).
Ανεξαρτήτως ηλικίας
Όποια κι αν είναι η ηλικία σας, ο υγιεινός τρόπος ζωής μπορεί να διαφυλάξει τη γονιμότητά σας και να παρατείνει την ικανότητα τεκνοποίησής σας, τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Τα καλύτερα μέτρα που μπορείτε να λάβετε είναι να αποφύγετε το κάπνισμα (παθητικό και ενεργητικό), να μην καταναλώνετε πολύ αλκοόλ (όχι πάνω από 1-2 ποτά την ημέρα), να γυμνάζεστε συστηματικά και να διατηρείτε υγιές σωματικό βάρος.
Φροντίστε τέλος να έχετε πλούσια κοινωνική ζωή και να μάθετε να διαχειρίζεστε το στρες που νιώθετε, διότι αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της εγκυμοσύνης.