Το κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας (Corynebacterium diphtheriae) είναι ένα μικρό Gram-θετικό βακτήριο. Ορισμένα στελέχη παράγουν μια ισχυρή τοξίνη, την διφθεριτική εξωτοξίνη, προκαλώντας τη διφθερίτιδα.
Τα βακτήριο βρίσκεται αποκλειστικά στο φάρυγγα του ανθρώπου. Έχει παγκόσμια κατανομή. Το 1994 είχε σημειωθεί μικρή επιδημία στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ακόμη και σήμερα σημειώνεται η νόσος σε άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί και ταξιδεύουν σε περιοχές ενδημικές με διφθερίτιδα όπως Αφρική (Αλγερία, Αίγυπτος), Νότια Αμερική (Βραζιλία, Κολομβία, Ισημερινός, Δομινικανική Δημοκρατία, Αϊτή, Παραγουάη), Νοτιοανατολική Ασία (Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές, Καμπότζη, Κίνα, Ινδία, Λάος, Μιανμάρ), Μέση Ανατολή (Ιράν, Ιράκ, Συρία, Τουρκία και Υεμένη).
Στην Ευρώπη, λόγω του μαζικού εμβολιασμού, η νόσος έχει εξαλειφθεί.
Μετάδοση
Η μετάδοση γίνεται αερογενώς με τα σταγονίδια κατά τη στενή επαφή μεταξύ μολυσμένου ατόμου και υγιούς. Το μολυσμένο άτομο μπορεί να μην πάσχει και να είναι υγιής φορέας. Με άμεση επαφή προκαλούνται συνήθως λοιμώξεις των ματιών, της μύτης, του κόλπου και του ομφαλικού κολοβώματος. Σε τροπικές περιοχές μέσω μικροτραυματισμών (μόλυνση δέρματος, τσίμπημα εντόμου, φαγούρα, ξύσιμο), ή μόλυνση μικροβίων, εμφανίζεται με τη μορφή εντοπισμένης δερματικής διφθερίτιδας.
Ο χρόνος επώασης είναι 2-6 ημέρες.
Ποιες λοιμώξεις προκαλεί
Προκαλεί τη διφθερίτιδα. Εκδηλώνεται με πονόλαιμο, πυρετό, πρήξιμο στον φάρυγγα (αμυγδαλίτιδα). Μετά 2-3 ημέρες δημιουργούνται χαρακτηριστικές «ψευδομεμβράνες» στις αμυγδαλές και την φαρυγγική περιοχή, οι οποίες ματώνουν σε προσπάθεια να αποκολληθούν κατά την λήψη υλικού με βαμβακοφόρο στυλεό για μικροβιολογική εξέταση.
Μπορεί να υπάρχει μεγάλη διόγκωση των τραχηλικών λεμφαδένων που δίνουν την όψη «λαιμού ταύρου». Αν δεν διαγνωσθεί εγκαίρως η διφθερίτιδα τότε μπορεί να ακολουθήσουν σοβαρές έως θανατηφόρες επιπλοκές, όπως απόφραξη των αναπνευστικών οδών (κρουπ του λάρυγγα), μυοκαρδίτιδα, νεφρική ανεπάρκεια.
Άλλη μορφή είναι η δερματική και η ρινική που είναι όμως εντοπισμένη λοίμωξη στο δέρμα και στη μύτη αντίστοιχα. Οι καταστάσεις αυτές δεν συνδέονται με τοξική δράση.
Διαγνωστική προσέγγιση.
Η διαδικασία εργαστηριακής διάγνωσης περιλαμβάνει α) τη μικροσκοπική εξέταση, β) την καλλιέργεια και γ) τον έλεγχο παραγωγής της διφθερικής τοξίνης. Για την άμεση ανίχνευση των τοξιγόνων στελεχών εφαρμόζονται σήμερα μοριακές μέθοδοι (pcr).
Οι εξετάσεις γίνονται στο φαρυγγικό επίχρισμα. Αν η διφθερίτιδα εντοπίζεται στο δέρμα ή στη μύτη, οι εξετάσεις γίνονται σε υλικό που λαμβάνεται από τις περιοχές αυτές.
Θεραπεία και πρόληψη
Η θεραπεία με ορό, που περιέχει έτοιμα αντισώματα για τη διφθε-ριτική τοξίνη (αντιτοξίνη), και κατάλληλα αντιβιοτικά, σύμφωνα με τις ιατρικές οδηγίες, πρέπει να αρχίσει αμέσως μόλις τεθεί η υποψία της λοίμωξης (κατόπιν ιατρικής εξέτασης).
Το βασικό μέτρο για την προφύλαξη είναι η χορήγηση του εμβολίου σε συνδυασμό με αυτό του κοκκύτου και του τετάνου (Διφθερίτιδας – Τετάνου – Κοκκύτου). Το τριπλό αυτό εμβόλιο υπάγεται στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών. Στην περίπτωση λοίμωξης γίνεται απομόνωση των πασχόντων, θεραπεία μικροβιοφόρων, παρακολούθηση ατόμων του στενού περιβάλλοντος του ασθενούς και εμβολιασμός αυτών.
Στην περίπτωση επιδημίας γίνεται συστηματικός εμβολιασμός και των ενηλίκων, σύμφωνα με τις εκάστοτε οδηγίες των Υγειονομικών Αρχών.