Τα άτυπα μυκοβακτηρίδια περιλαμβάνουν μια μεγάλη ομάδα με περισσότερα από 130 είδη. Έχουν κοινά χαρακτηριστικά με το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, όπως είναι η δομή του κυτταρικού τοιχώματος, αλλά διαφέρουν στο ότι δεν είναι ιδιαίτερα παθογόνα (προκαλούν λοιμώξεις μόνο σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς) και ζουν βασικά στο περιβάλλον.
Τα άτυπα μυκοβακτηρίδιο που προκαλούν συχνότερα λοιμώξεις στον άνθρωπο είναι: Μ. avium, Μ. intracellular (περιγράφονται μαζί σαν Μ. avium complex — mac, επειδή έχουν κοινές ιδιότητες), Μ. kansasii, Μ. mannum, Μ. ulcerans, Μ. fortuitum, Μ. ctielonae, Μ. xenopi, Μ. simiae, Μ. malmoense, Μ. abscessus, Μ. haemophilum, M.szulgai, Μ. celatum.
Είναι μικρόβια που αφθονούν στο περιβάλλον και ιδιαίτερα όπου υπάρχουν νερά. Αντέχουν στο χλώριο, (συγκέντρωση που χρησιμοποιείται στο δίκτυο ύδρευσης) και γι’ αυτό τα βρίσκουμε και στο πόσιμο νερό.
Η παρουσία τους στο δίκτυο ύδρευσης διευκολύνεται από την ιδιότητα τους να σχηματίζουν βιομεμβράνες (biofilms) στα τοιχώματα των σωλήνων ύδρευσης. Επίσης, επειδή αντέχουν σε πολύ υψηλή και χαμηλή θερμοκρασία, βρίσκονται στην τροφοδοσία νερών στα κέντρα αναψυχής και στις παγοποιητικές μηχανές. Σημειώνεται ότι επιβιώνουν επίσης σε όξινο περιβάλλον (pΗ 4.5-5.5) όταν υπάρχουν σχετικά αναερόβιες συνθήκες. Είναι ολιγοτροφικά μικρόβια (δεν έχουν τροφικές απαιτήσεις) και γι’ αυτό επιβιώνουν ακόμη και σε απεσταγμένο νερό. Επίσης βρίσκονται στο έδαφος, ιδιαίτερα όταν είναι πλούσιο σε άνθρακα, καθώς επίσης και σε πολλές τροφές.
Μετάδοση και λοιμώξεις που προκαλούν
Μεταδίδονται κυρίως με την κατανάλωση νερού και λιγότερο συχνά με την τροφή ή με εισπνοή νεφελοποιημένου νερού. Επίσης μεταδίδονται με άμεση επαφή με νερό ή με χώμα.
Ο χρόνος επώασης είναι άγνωστος.
Τα άτυπα μυκοβακτηρίδιο προκαλούν σχεδόν αποκλειστικά λοιμώξεις σε ανοσοκατασταλμένα άτομα. Οι λοιμώξεις διακρίνονται σε γενικευμένη νόσο, πνευμονικό νόσο, τραχηλική αδενίτιδα και άλλες λοιμώξεις.
Γενικευμένη νόσος σε άτομα με aids. Συμβαίνει σε άτομα με aids, χωρίς όμως να είναι απόλυτα γνωστός ο μηχανισμός για την αυξημένη αυτή συχνότητα. Τυπικό παράδειγμα είναι η λοίμωξη από την ομάδα του Μ. avium-M. intracellulare, Μ. avium complex, στα άτομα με aids. Η λοίμωξη είναι γενικευμένη και περιλαμβάνει πολλά όργανα, όταν ο αριθμός των CD4 (Τ4) λεμφοκυττάρων στο αίμα είναι μικρότερος από 1οο ανά κυβικό χιλιοστό.
Τα κλινικά ευρήματα είναι ο υψηλός παρατεταμένος πυρετός, συχνά συνοδευόμενος από νυκτερινούς ιδρώτες, η απώλεια βάρους και τα συμπτώματα από το γαστρεντερικό, όπως π.χ. διάρροια και κοιλιακά άλγη. Η αναιμία είναι το πλέον χαρακτηριστικό εργαστηριακό εύρημα για τους περισσότερους ασθενείς, με αιματοκρίτη κάτω από 25%.
Το Μ. avium είναι αυτό που απομονώνεται κυρίως. Άλλα άτυπα μυκοβακτηρίδιο, που αποτελούν αίτια γενικευμένης νόσου είναι τα: Μ. fortuitum, Μ. kansaii, Μ. mannum, Μ. simiae, Μ. malmoense, αλλά και σε μικρότερο ποσοστό το Μ. celatum.
Γενικευμένη νόσος σε άτομα που είναι αρνητικά για τον ιό hiv. Παρατηρείται σε άτομα με λευχαιμία, παρατεταμένη χρήση κορτικοστεροειδών ή μεταμόσχευση οργάνων. Τα άτυπα μυκοβακτηρίδιο που επικρατούν σε αυτή την κατηγορία είναι το Μ. avium complex, το Μ. kansasii, το Μ. cnelonae, το Μ. abscessus και το Μ. haemophilum.
Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί είτε ως πυρετός άγνωστης αιτιολογίας, είτε ως γενικευμένη λεμφαδενοπάθεια που περνάει αυτόματα.
Πνευμονική νόσος. Το Μ. avium complex (mac), ακολουθούμενο από το Μ. kansasii, είναι το συχνότερο παθογόνο που προκαλεί πνευμονική νόσο στις ΗΠΑ. Άλλα παθογόνα που περιστασιακά προκαλούν πνευμονική νόσο είναι τα: Μ. kansasii, Μ xenopi, Μ. abscessus, Μ. fortuitum, Μ. szulgai, Μ. malmoense και Μ. celatum. Είναι αξιοσημείωτη η παρατήρηση ότι το Μ. avium προσβάλλει άτομα με υποκείμενο νόσημα του αναπνευστικού, όπως χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, ή ανοσοκατασταλμένους ασθενείς, όπως ασθενείς με καρκίνο πνεύμονα ή εξωπνευμονικό καρκίνο.
Τα κλινικά συμπτώματα της «άτυπης» φυματίωσης είναι ποικίλα και μη ειδικά και μπορούν εύκολα να γίνει σύγχυση είτε με αυτά της φυματίωσης που προκαλείται από το Μ. tuberculosis, είτε με το υποκείμενο πνευμονικό νόσημα. Περιλαμβάνουν βήχα ξηρό ή παραγωγικό, βλεννοπυώδη απόχρεμψη, αιμόφυρτα πτύελα ή αιμόπτυση, απώλεια βάρους, εύκολη κόπωση, νυκτερινούς ιδρώτες, δύσπνοια στην κόπωση ή την ηρεμία, διόγκωση υπογνάθιων και τραχηλικών λεμφαδένων και, επομένως, πρέπει να διαφοροδιαγνωστούν από τα συμπτώματα της λοίμωξης από το Μ. tuberculosis ή από εκείνα της υποκείμενης πνευμονικής νόσου.
Τραχηλική αδενίτιδα σε παιδιά ηλικίας κυρίως 6 μηνών μέχρι 2 ετών. Εμφανίζεται συνήθως από την μία πλευρά διόγκωση λεμφαδένων. Δεν υπάρχουν γενικά συμπτώματα. Συνήθως προκαλείται από το Μ. avium, Μ. intracellulare και το Μ. malmoense. Πιστεύεται ότι το εμβόλιο bcg προφυλάσσει από την τραχηλική αδενίτιδα δημιουργώντας αντισώματα που αλληλεπιδρούν με τα Μ. avium-M. intracellulare.
Αλλες λοιμώξεις. Ορισμένα άτυπα μυκοβακτηρίδιο όπως το Μ. fortuitum, το Μ. abscessus, το Μ. mannum και το Μ. ulcerous προκαλούν φυματίωση του δέρματος, του υποδόριου ιστού, των συνδέσμων, των τενόντων και των οστών. Οι πιο συχνές πύλες εισόδου είναι τα σημεία συχνών μικροτραυματισμών του δέρματος και ακάλυπτες πληγές.
Οι λοιμώξεις από το Μ. mannum περιγράφονται ως «κοκκιώματα της πισίνας». Μετά από επώαση 2 3 εβδομάδων εμφανίζονται ως βλατίδες εντοπισμένες στους αγκώνες, στα γόνατα και στις πελματιαίες επιφάνειες των ποδιών και των χεριών, που προοδευτικά εξελίσσονται σε δερματικά έλκη. Η συμμετοχή γειτονικών λεμφαδένων είναι σπάνια.
Το Μ. fortuitum και το Μ. Chelonae συνήθως σχετίζονται με λοιμώξεις που ακολουθούν είσοδο του μυκοβακτηριδίου στους υποδόριους ιστούς μετά από τραυματισμό ή ιατρικές πράξεις (λοιμώξεις που προκαλούνται μετά από αντικατάσταση καρδιακής βαλβίδας, εισαγωγή ενδοφλέβιου καθετήρα ή χρήση μολυσμένων υλικών για επικάλυψη τραύματος). Οι λοιμώξεις περιορίζονται συνήθως στο δέρμα και γενικευμένη νόσος παρατηρείται σπάνια.
Τα τελευταία χρόνια αναφέρονται όλο και περισσότερες λοιμώξεις από άτυπα μυκοβακτηρίδια, καθώς αυξάνονται τόσο οι διάφορες ιατρικές πράξεις που μπορούν να μεταφέρουν τους μικροοργανισμούς όσο και οι ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς που νοσηλεύονται.
Διάγνωση
Η διάγνωση της πνευμονικής νόσου από άτυπα μυκοβακτηρίδια στηρίζεται στο συνδυασμό των ακτινολογικών, των κλινικών και των εργαστηριακών ευρημάτων. Οι βρογχικές εκκρίσεις έχει δειχθεί ότι αποτελούν κατάλληλο υλικό καλλιέργειας. Γίνεται καλλιέργεια σε ειδικά θρεπτικά υλικά. Αν και ο χρόνος για να δοθεί το αποτέλεσμα για την καλλιέργεια είναι μικρότερος από αυτό του μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης, είναι πολύ μεγαλύτερος αν συγκριθεί με αυτό άλλων συνήθων μικροβίων όπως π.χ. κολοβακτηριδίου, ψευδομονάδας, σταφυλόκοκκου.
Σήμερα δε εφαρμόζονται με επιτυχία μοριακές μέθοδοι (pcr) π.χ. για την ταχεία διάγνωση και ταυτοποίηση των ατύπων μυκοβακτη-ριδίων.
Θεραπεία και πρόληψη
Τα άτυπα μυκοβακτηρίδια είναι ευαίσθητα σε άλλα αντιβιοτικά από αυτά που είναι δραστικά για τα το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Χορηγούνται κατόπιν ιατρικής οδηγίας.
Λόγω της άφθονης παρουσίας των άτυπων μυκοβακτηριδίων στο νερό, μεγάλη προσοχή επικεντρώνεται στην παροχή υγιεινού νερού τόσο από τις κρατικές υπηρεσίες όσο και ιδιωτικά στο κάθε σπίτι. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει δε να δίνεται στα άτομα που έχουν για οποιοδήποτε λόγο ανοσοκαταστολή.