Μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της καρδιαγγειακής υγείας και της υγείας του εγκεφάλου, αλλά δεν είναι σαφές εάν οι γενετικοί ή περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι πιο σημαντικοί για τον προσδιορισμό και των δύο. Μια νέα μελέτη σε δίδυμα δείχνει ότι η ανατροφή, παρά η φύση, μπορεί να είναι το καθοριστικό.
Στοιχεία από διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει μια ισχυρή σχέση μεταξύ της καρδιαγγειακής υγείας και της υγείας του εγκεφάλου.
Οι ερευνητές εξηγούν ότι η κακή καρδιαγγειακή υγεία μπορεί, με την ηλικία, να επιβαρύνει τους μηχανισμούς άνοιας, επηρεάζοντας τη γνωστική λειτουργία του εγκεφάλου.
Αλλά τι προδιαθέτει ένα άτομο σε πτωχότερη καρδιαγγειακή και εγκεφαλική υγεία; Μέχρι στιγμής, οι επιστήμονες δεν έχουν απαντήσει σε αυτή την ερώτηση.
Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δύο τύποι παραγόντων που θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να επηρεάσουν τις πτυχές της καρδιακής και εγκεφαλικής υγείας. Αυτοί είναι γενετικοί (μη τροποποιούμενοι) και περιβαλλοντικοί (τροποποιήσιμοι).
Για να προσδιορίσουν αν τα γονίδια ή οι περιβαλλοντικοί παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα για την καρδιά και τον εγκέφαλο, ερευνητές του Πανεπιστημίου Emory στην Ατλάντα, αποφάσισαν να μελετήσουν μια ομάδα που μπορεί να δώσει πιο σταθερές απαντήσεις: ζεύγη διδύμων.
Οι ταυτόσημοι (μονοζυγωτικοί) δίδυμοι έχουν το ίδιο γενετικό προφίλ, ενώ οι διζυγωτικοί δίδυμοι μοιράζονται περίπου το 50% των γονιδίων τους. Ως αποτέλεσμα, τα ζευγάρια των διδύμων μπορούν να επιτρέψουν στους ερευνητές να συγκρίνουν τις επιδράσεις της φύσης και της ανατροφής πιο αποτελεσματικά από άλλους πληθυσμούς.
Στην παρούσα μελέτη, τα ευρήματα της οποίας παρουσιάστηκαν στο περιοδικό Journal of Alzheimer’s Disease, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 272 ζευγάρια αρρένων μονοζυγωτικών και διζυγωτικών διδύμων. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν χωρίς καρδιαγγειακή νόσο ή άνοια κατά την έναρξη της μελέτης.
Οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της καρδιαγγειακής υγείας, η οποία προσδιορίστηκε με τη μέτρηση του σακχάρου στο αίμα και της χοληστερόλης, την αρτηριακή πίεση, τον δείκτη σωματικής μάζας (BMI), τη σωματική δραστηριότητα, τη διατροφή, το κάπνισμα και τις γνωστικές επιδόσεις.
Η μελέτη επιβεβαίωσε ότι η καλύτερη καρδιαγγειακή υγεία συνδέεται με την καλύτερη γνωστική υγεία σε διάφορους τομείς, σημειώνει η επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Viola Vaccarino. “Οι αναλύσεις υποδεικνύουν περαιτέρω ότι οι οικογενειακοί παράγοντες που μοιράζονται τα δίδυμα εξηγούν ένα μεγάλο μέρος της συσχέτισης και έτσι θα μπορούσαν να είναι σημαντικοί τόσο για την καρδιαγγειακή όσο και για την υγεία του εγκεφάλου”, πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, η σχέση μεταξύ της υγείας της καρδιάς και του εγκεφάλου ήταν παρόμοια μεταξύ των ζευγαριών των δίδυμων, ανεξάρτητα από το αν ήταν πανομοιότυπα ή μη.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ορισμένοι από τους τροποποιήσιμους παράγοντες που συμβάλλουν στην προδιάθεση για ορισμένα αποτελέσματα της υγείας της καρδιάς και του εγκεφάλου περιλαμβάνουν παράγοντες που σχετίζονται με την πρώιμη οικογενειακή ζωή, καθώς και με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση και την εκπαίδευση.
Η βελτίωση των επιπέδων της καρδιαγγειακής υγείας σε επίπεδο πληθυσμού, οι οποίες είναι εξαιρετικά χαμηλές στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει τη δυνατότητα να μειώσει το βάρος της άνοιας μαζί με τις καρδιακές παθήσεις, είπαν οι συγγραφείς.
Και πρόσθεσαν ότι, επειδή οι παράγοντες καρδιαγγειακής υγείας είναι τροποποιήσιμοι, η πρόληψη των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου και η προώθηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής που αρχίζει από πολύ μικρή ηλικία θα πρέπει να επιτύχει τα καλύτερα αποτελέσματα για την προαγωγή όχι μόνο της καρδιαγγειακής υγείας αλλά και της γνωσιακής υγείας.