Αμερικανική μελέτη βρήκε ότι τα μοναχοπαίδια έχουν χειρότερες συνήθειες διατροφής και επιλογές ροφημάτων και χαμηλότερη βαθμολογία στον Δείκτη Υγιεινής Διατροφής, σε σχέση με τα παιδιά που έχουν αδέλφια. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Journal of Nutrition Education and Behavior.
Η σημαντικά χαμηλότερη βαθμολογία αφορούσε όλες τις ημέρες της εβδομάδας και τα Σαββατοκύριακα, υποδεικνύοντας σε γενικές γραμμές ότι υπάρχουν τόσο ατομικές όσο και συλλογικές διαφορές στα διατροφικά μοτίβα μεταξύ των οικογενειακών μοντέλων ομάδων.
«Οι επαγγελματίες της διατροφής θα πρέπει να σκεφτούν την επιρροή που μπορεί να έχει η οικογένεια και τα αδέλφια προκειμένου να παράσχουν κατάλληλη διατροφική εκπαίδευση στις οικογένειες με μικρά παιδιά. Θα πρέπει να ενθαρρύνουμε τις προσπάθειες που γίνονται να βοηθηθούν οικογένειες και παιδιά προκειμένου να υιοθετήσουν υγιεινές διατροφικές συνήθειες και πρακτικές», αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Chelsea L. Kracht από το Πανεπιστήμιο της Oklahoma.
Τα στοιχεία αφορούσαν 68 μητέρες-παιδιά και αναφέρθηκαν από τους συμμετέχοντες μέσω ημερήσιας καταγραφής τροφίμων που κρατούσαν οι μητέρες για διάστημα 3 ημερών, 2 καθημερινές και 1 μέρα του Σαββατοκύριακου, ενώ και οι δάσκαλοι κατέγραφαν ό,τι έτρωγαν τα παιδιά όσο βρίσκονταν στο σχολείο.
Οι μητέρες συμπλήρωσαν επίσης το ερωτηματολόγιο Οικογενειακής Διατροφής και Φυσικής Δραστηριότητας για να αξιολογηθούν οι τυπικές διατροφικές συμπεριφορές της οικογένειας, όπως οι επιλογές τροφίμων και ποτών.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι οι μητέρες που είχαν μόνο ένα παιδί είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι οι ίδιες παχύσαρκες και ότι ο μητρικός Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) συνδεόταν στενότερα με τον Δείκτη Μάζας Σώματος και την περίμετρο μέσης του παιδιού, από ό,τι η ύπαρξη μόνο ενός παιδιού. Πάντως, ο ΔΜΣ της μητέρας δεν σχετίστηκε σημαντικά στα γενικά διατροφικά μοτίβα, αλλά συνεισέφερε στις «κενές θερμίδες».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μελέτη εξέτασε μόνο μητέρες και παιδιά, γι’αυτό και δε μπόρεσε να διατυπώσει συνέπειες από τα διατροφικά μοτίβα του πατέρα, ωστόσο τα αποτελέσματα ήταν ανεξάρτητα από τη συζυγική κατάσταση.
Ο χρόνος που περνούσαν τα παιδιά εκτός σπιτιού, όπως στο σχολείο και τη φύλαξη, δεν συνδεόταν με τις διατροφικές συμπεριφορές τους, πράγμα που υποδεικνύει ότι η όποια διαφορά προκύπτει από το σπίτι και έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες, όπως το πόσο συχνά η οικογένεια τρώει μπροστά από την τηλεόραση ή καταναλώνει σακχαρούχα ροφήματα, στοιχεία που διέφεραν ανάμεσα στις ομάδες της μελέτης.
Προς το παρόν, η Δρ. Kracht και οι συνεργάτες της συνεχίζουν την έρευνά τους, εξετάζοντας συγκεκριμένα τη δυναμική του σπιτιού και της οικογένειας και τον τρόπο με τον οποίο αυτά επηρεάζουν τη διατροφική συμπεριφορά, τη σωματική δραστηριότητα, τον ύπνο και άλλους παράγοντες που συμβάλλουν στην παχυσαρκία στα παιδιά.