Η μειωμένη ακοή η οποία οφείλεται στην πάροδο της ηλικίας συνδέεται με υψηλότερα ποσοστά γνωστικής έκπτωσης, σύμφωνα με μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό JAMA Otolaryngology-Head and Neck Surgery από ερευνητές του Columbia University.
Ακόμη και ένα πρώιμο στάδιο μείωσης της ακοής (όταν η ακοή θεωρείται ακόμα φυσιολογική) συνδέεται με γνωστική έκπτωση, βρήκε η μελέτη.
Η μείωση της ακοής που συνδέεται με την ηλικία είναι από τις πιο συνήθεις διαταραχές στους ηλικιωμένους και επηρεάζει τα δύο τρίτα των ατόμων άνω των 70 ετών. Παρόλα αυτά, ελάχιστοι είναι οι ενήλικες που κάνουν εξετάσεις για να ελέγξουν την ακοή τους και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που κάνουν κάποια θεραπεία. Μόνο το 14% των ενηλίκων με μείωση ακοής στις ΗΠΑ φοράνε ακουστικά, που είναι η βασική μέθοδος αντιμετώπισης.
Λόγω της σύνδεσης που παρατηρήθηκε, πολλοί ερευνητές θεώρησαν πως η γνωστική έκπτωση οφείλεται στην πτώση ακοής. Οι έρευνες αυτές, ωστόσο, έχουν υποστεί κριτική καθώς χρησιμοποίησαν ως κριτήριο την αδυναμία ακοής ήχων κάτω από τα 25 ντεσιμπέλ (dB), κάτι που θεωρήθηκε αυθαίρετο (πρόκειται για την ένταση ενός ψιθύρου).
“Οι γιατροί σε αυτόν τον τομέα έχουν χρησιμοποιήσει τα 25 dB για να ορίσουν τα όρια μεταξύ της κανονικής ακοής και της ήπιας απώλειας ακοής στους ενήλικες, αλλά αυτό το επίπεδο είναι αυθαίρετο”, είπε ο Justin S. Golub, επίκουρος καθηγητής της χειρουργικής ωτορινολαρυγγολογίας-χειρουργείου κεφαλής & τραχήλου στο Columbia University. “Έχει υποτεθεί ότι η νοητική εξασθένηση δεν θα ξεκινήσει μέχρι να περάσουν οι άνθρωποι αυτό το όριο. Αλλά κανείς δεν έλεγξε αν αυτό ήταν αλήθεια”.
Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία από 6.451 ενήλικες μέσης ηλικίας 59 ετών. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εξετάσεις ακουστικών και γνωστικών ικανοτήτων. Διαπιστώθηκε ότι για κάθε πτώση 10 dB στην ακοή υπήρχε έκπτωση στις γνωστικές ικανότητες. Παραδόξως, η μεγαλύτερη εξασθένιση της γνωστικής ικανότητας παρατηρήθηκε σε εκείνους των οποίων η ακοή μόλις άρχισε να εξασθενεί, από τα πρώτα 10 dB.
“Οι περισσότεροι άνθρωποι με μείωση ακοής πιστεύουν ότι μπορούν απλά να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς κάποια θεραπεία και ίσως μερικοί να μπορούν” δήλωσε ο Golub. “Η μείωση της ακοής όμως δεν είναι αβλαβής. Έχει συνδεθεί με την κοινωνική απομόνωση, την κατάθλιψη, τη γνωστική έκπτωση και την άνοια. Η πτώση της ακοής πρέπει να αντιμετωπίζεται και όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο”.
Η μελέτη δεν εξέτασε τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος μεταξύ μείωσης της ακοής και της γνωστικής έκπτωσης. Ίσως να υπάρχει μια τέτοια σχέση, ίσως πάλι οι δυο καταστάσεις να είναι αποτέλεσμα απλώς της αύξησης της ηλικίας. Αλλά είναι πιθανό οι άνθρωποι που δεν ακούν καλά τείνουν να κοινωνικοποιούνται λιγότερο και ως εκ τούτου, έχουν λιγότερες ενδιαφέρουσες συνομιλίες. Μετά από χρόνια, αυτό θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη γνωστική λειτουργία. Εάν συμβαίνει αυτό, η πρόληψη ή η θεραπεία της απώλειας ακοής θα μπορούσε να μειώσει την εμφάνιση άνοιας κατά 9%, σύμφωνα με μια μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet, ανέφερε ο Golub.