Σε μια μελέτη των αρουραίων, οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις διαπίστωσαν ότι η καφεΐνη περιόρισε την αύξηση του βάρους και την παραγωγή χοληστερόλης, παρά τη διατροφή τους που ήταν υψηλή σε λίπος και ζάχαρη.
Η καφεΐνη μπορεί να αντισταθμίσει μερικές από τις αρνητικές επιδράσεις μιας παχυντικής διατροφής μειώνοντας την αποθήκευση των λιπιδίων στα λιποκύτταρα.
Οι αρουραίοι που κατανάλωσαν τσάι ματέ (mate tea) με καφεΐνη κέρδισαν 16% λιγότερο βάρος και συσσώρευσαν 22% λιγότερο σωματικό λίπος από τους αρουραίους που κατανάλωναν τσάι χωρίς καφεΐνη.

Οι συγγραφείς της μελέτης από το University of Illinois περιελάμβαναν, από αριστερά, τον Manabu T. Nakamura, καθηγητή διατροφικών επιστημών, την Elvira Gonzalez de Mejia, διευθύντρια του Τμήματος Διατροφικών Επιστημών, και τον Jan E. Novakofskiκαι καθηγητή ζωικών επιστημών.
Τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια με τη συνθετική καφεΐνη και αυτή που εξήχθη από τον καφέ.
Το τσάι ματέ είναι ρόφημα που παρασκευάζεται από φύλλα 15 περίπου φυτών του γένους Ilex, της οικογενείας Aquifoliaceae. Είναι ένα ποτό βοτάνων πλούσιο σε φυτοχημικά, φλαβονοειδή και αμινοξέα. Καταναλώνεται ως διεγερτικό από ανθρώπους στις νοτιοανατολικές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η ποσότητα καφεΐνης ανά μερίδα στο τσάι ματέ κυμαίνεται στα 65-130 mg, σε σύγκριση με τα 30-300 mg καφεΐνης σε ένα φλιτζάνι ψημένο καφέ.
Για τέσσερις εβδομάδες, οι αρουραίοι κατανάλωναν μια διατροφή που περιείχε 40% λίπος, 45% υδατάνθρακες και 15% πρωτεΐνη. Έλαβαν επίσης καφεΐνη σε ποσότητα ισοδύναμη με εκείνη ενός ανθρώπου που πίνει τέσσερα φλιτζάνια καφέ ημερησίως.
Στο τέλος της περιόδου των τεσσάρων εβδομάδων, το ποσοστό της άλιπης σωματικής μάζας, στις διάφορες ομάδες αρουραίων, διέφερε σημαντικά. Οι αρουραίοι που κατανάλωσαν καφεΐνη από τσάι ματέ, καφέ ή συνθετικές πηγές συσσώρευσαν λιγότερο σωματικό λίπος από τους αρουραίους στις άλλες ομάδες.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Functional Foods, προσθέτει νέα στοιχεία στην έρευνα που υποδηλώνει ότι το τσάι ματέ μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας, εκτός από την παροχή άλλων ευεργετικών επιδράσεων στην υγεία που σχετίζονται με τις φαινολικές ενώσεις, τις βιταμίνες και τα φλαβονοειδή που περιέχει.
«Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα, το τσάι ματέ και η καφεΐνη μπορούν να θεωρηθούν παράγοντες κατά της παχυσαρκίας», δήλωσε η Elvira Gonzalez de Mejia, διευθύντρια του τμήματος διατροφικών επιστημών στο University of Illinois.
Και πρόσθεσε: «Τα αποτελέσματα αυτά θα μπορούσαν να εξεταστούν σε ανθρώπους για να κατανοηθεί ο ρόλος του τσαγιού ματέ και της καφεΐνης ως πιθανές στρατηγικές για την πρόληψη του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας, καθώς και των επακόλουθων μεταβολικών διαταραχών που σχετίζονται με αυτές τις καταστάσεις».
Στους αρουραίους, η συσσώρευση λιπιδίων στα λιποκύτταρα συσχετίστηκε με μεγαλύτερη αύξηση σωματικού βάρους και αυξημένο σωματικό λίπος. Για να προσδιοριστεί ο μηχανισμός δράσης, οι επιστήμονες πραγματοποίησαν κυτταροκαλλιέργειες στις οποίες εξέθεσαν λιπώδη κύτταρα από ποντίκια σε συνθετική καφεΐνη ή εκχυλίσματα καφέ. Διαπίστωσαν ότι ανεξάρτητα από την πηγή τους, η καφεΐνη μείωσε τη συσσώρευση λιπιδίων στα λιπώδη κύτταρα κατά 20-41%.
Οι επιστήμονες παρακολούθησαν επίσης την έκφραση αρκετών γονιδίων που σχετίζονται με την παχυσαρκία και το μεταβολισμό των λιπιδίων. Αυτές περιέλαβαν το γονίδιο Fasn που κωδικοποιεί ένα ένζυμο (fatty acid synthase: συνθετάση λιπαρών οξέων) το οποίο εμπλέκεται στη σύνθεση των λιπαρών οξέων από τη γλυκόζη και το γονίδιο (Lpl), που κωδικοποιεί ένα ένζυμο (lipoprotein lipase: λιποπρωτεϊνική λιπάση) που διασπά τα τριγλυκερίδια.
Όλες οι θεραπείες καφεΐνης, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, μείωσαν σημαντικά την έκφραση τόσο του Fasn όσο και του Lpl. Στις κυτταρικές καλλιέργειες, η έκφραση του Fasn μειώθηκε κατά 31-39%, ενώ η έκφραση του Lpl μειώθηκε κατά 51-69% μεταξύ των κυττάρων που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με συνθετική καφεΐνη ή καφεΐνη από τσάι ή καφεΐνη από καφέ.
Στους αρουραίους που κατανάλωσαν καφεΐνη τσαγιού, η έκφραση του Fasn μειώθηκε κατά 39% στον λιπώδη ιστό τους και κατά 37% στο συκώτι τους. Η μειωμένη έκφραση του Fasn και άλλων γονιδίων στο ήπαρ προκάλεσε χαμηλότερη παραγωγή LDL χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο συκώτι τους επίσης, σύμφωνα με τη μελέτη. [Ωστόσο να σημειωθεί ότι ο καφές αυξάνει τη χοληστερόλη στον άνθρωπο, λόγω της καφεστόλης].
“Η κατανάλωση καφεΐνης από τσάι ματέ ή άλλες πηγές ανακούφισε την αρνητική επίδραση μιας δίαιτας υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και υψηλής ζάχαρης στη σύνθεση του σώματος διότι επηρέασε ορισμένα λιπογενή ένζυμα τόσο στον λιπώδη ιστό όσο και στο συκώτι”, δήλωσε η de Mejia. “Η μειωμένη έκφραση των Fasn και Lpl οδήγησε σε χαμηλότερη σύνθεση και συσσώρευση τριγλυκεριδίων στον λιπώδη ιστό”.