Εγκυμοσύνη: Τα μακρολίδια (αντιβιοτικά) αυξάνουν τον κίνδυνο δυσπλασιών στο μωρό

Kαλύτερα να αποφύγετε μια κατηγορία αντιβιοτικών που ονομάζονται μακρολίδες αν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε άλλα αντιβιοτικά, είτε είστε έγκυος είτε σχεδιάζετε να μείνετε έγκυος.

Τα μακρολιδικά αντιβιοτικά κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για μείζονες δυσπλασίες στο μωρό, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο British Medical Journal.

Τα μακρολίδικά αντιβιοτικά (ερυθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη, αζιθρομυκίνη) χορηγούνται συχνά σε άτομα αλλεργικά στην πενικιλλίνη και αποτελούν μια από τις πιο συχνά χορηγούμενες κατηγορίες αντιβιοτικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Η μελέτη χρησιμοποίησε δεδομένα από το UK Clinical Practice Research Datalink (CPRD), μια βάση δεδομένων πρωτοβάθμιας περίθαλψης που καλύπτει το 7% του βρετανικού πληθυσμού, εντοπίζοντας μωρά που γεννήθηκαν ζωντανά μεταξύ 1990 και 2016.

Τα παιδιά με γνωστές χρωμοσωμικές ανωμαλίες αποκλείστηκαν από τη μελέτη, όπως και εκείνα των οποίων στις μητέρες είχαν συνταγογραφηθεί γνωστά τερατογόνα φάρμακα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπως οι αναστολείς της βαρφαρίνης και του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης.

Η ερευνητική ομάδα επικεντρώθηκε σε 104.605 παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν λάβει ως μονοθεραπεία μακρολίδια (8.632 άτομα ή το 8,3%) και πενικιλίνη (95.973, ή το 91,7%) κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε τριμήνου της εγκυμοσύνης. Η μέση διάρκεια της παρακολούθησης ήταν 5,8 χρόνια. Επίσης οι ερευνητές είχαν στοιχεία για 82.314 παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες οι οποίες είχαν λάβει μακρολίδια (11.874) ή πενικιλίνες (70.440) πριν από την εγκυμοσύνη.

Η μελέτη έλεγξε για πολλούς παράγοντες που είναι γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο για γενετικές ανωμαλίες, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης αλκοόλ, ναρκωτικών, καπνίσματος, υπέρτασης και σακχαρώδη διαβήτη.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συχνότητα των κύριων νευρικών, καρδιαγγειακών, γαστρεντερικών, γεννητικών και ουροποιητικών δυσπλασιών ήταν 27,7 ανά 1.000 ζώντες τοκετούς στις μητέρες που είχαν λάβει μακρολίδια στο πρώτο τρίμηνο και 19,5 ανά 1.000 γεννήσεις μεταξύ αυτών που είχαν λάβει μακρολίδια στο δεύτερο έως το τρίτο τρίμηνο.

Σε σύγκριση με τις μητέρες που πήραν πενικιλλίνη στο πρώτο τρίμηνο, αυτές που έλαβαν μακρολίδια είχαν 55% αυξημένο κίνδυνο να έχουν μωρό με σημαντική δυσπλασία κατά τη γέννηση σχετικά με το νευρικό, καρδιαγγειακό, γαστρεντερικό, γεννητικό ή ουροποιητικό σύστημα. Ο κίνδυνος ήταν ακόμη υψηλότερος φτάνοντας στο 62% όσον αφορά τις καρδιαγγειακές ανωμαλίες.

Επίσης εντοπίστηκε αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης δυσπλασιών των γεννητικών οργάνων σε νεογνά εγκύων που είχαν λάβει μακρολίδια σε οποιοδήποτε τρίμηνο της εγκυμοσύνης, κυρίως αυξημένη συχνότητα υποσπαδία.

Ο κίνδυνος δεν αυξήθηκε για τις γυναίκες στις οποίες είχαν χορηγηθεί μακρολίδια πριν να μείνουν έγκυες ή για εκείνες που έλαβαν μακρολίδια αργότερα στην εγκυμοσύνη.

Η λήψη αντιβιοτικών δεν συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικής παράλυσης, επιληψίας ή νευροαναπτυξιακών διαταραχών (υπερκινητικότητας, διάσπασης προσοχής ή αυτισμό).

Η χρήση ενός εναλλακτικού αντιβιοτικού, όπου είναι δυνατόν, στην πρώιμη εγκυμοσύνη φαίνεται λογική προσέγγιση. Ωστόσο, ο απόλυτος κίνδυνος από τη λήψη μακρολιδίων είναι χαμηλός. Οι έγκυες γυναίκες με βακτηριακές λοιμώξεις δεν πρέπει να αρνούνται τη θεραπεία με αντιβιοτικά, δεδομένου ότι οι βακτηριακές λοιμώξεις μπορεί να είναι πολύ πιο επιβλαβείς για το μωρό.

Δείτε επίσης