H διαλειμματική νηστεία (ή διαλείπουσα διατροφή) συνεχώς κερδίζει έδαφος εδώ και πέντε χρόνια, όχι μόνο μεταξύ του κοινού που κάνει δίαιτα αλλά και μεταξύ των διατροφολόγων.
Για πολλά χρόνια οι επιστήμονες δεν είχαν καλή ιδέα για τη νηστεία πιστεύοντας ότι κάνει κακό στον οργανισμό και ταλαιπωρεί το σώμα ωστόσο την τελευταία πενταετία, και μετά το Νόμπελ που δόθηκε σε τρεις επιστήμονες για την συνεισφορά τους στην έρευνα γύρω από την αυτοφαγία -η νηστεία προωθεί την αυτοφαγία- οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει. Φαίνεται πως η νηστεία, με μέτρο, έχει πολλαπλά οφέλη για τον οργανισμό.
Κάτι άλλο που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια στη διατροφολογία είναι ότι έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί η παραδοσιακή αντίληψη των ειδικών, σύμφωνα με την οποία το μόνο που είχε σημασία ήταν οι θερμίδες που κάποιος κατανάλωνε ανεξαρτήτως χρονικής στιγμής. Τώρα, έχει επίσης σημασία και το πότε τρώει κανείς το φαγητό του με τη συμβουλή να είναι να μην τρώει μετά από τις 8-9 το βράδυ. Αυτό το καινούργιο στοιχείο ταιριάζει με τη διαλειμματική νηστεία.
Ο Δρ. Πολ Φαρατζιάν κλινικός διαιτολόγος διατροφολόγος και επιστημονικός συνεργάτης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, έδωσε συνέντευξη για το θέμα στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104, 9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» με αφορμή την ομιλία του, «Η σημασία της χρονοδιατροφής στη ρύθμιση του μεταβολισμού» στο 14ο Πανελλήνιο Συνέδριο Παχυσαρκίας.
Αν και είναι ένας καινούργιος ερευνητικός τομέας, ωστόσο είναι πολλά υποσχόμενος, ανέφερε ο κ. Φαρατζιάν και εξήγησε ότι δεν παίζει ρόλο μόνο το πόσο και το τι τρως, αλλά και ο χρόνος που τρως.
«Αυτό που δείχνει η πλειονότητα των μελετών, είναι ότι λόγω μεταβολικών καταστάσεων κι ενός κιρκαδικού ρυθμού έκκρισης ορμονών στο ανθρώπινο σώμα, η ικανότητα μεταβολισμού της τροφής και της αφομοίωσης της, τις πρωινές ώρες έως και το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα, είναι καλύτερη από ότι αργά το βράδυ. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν φαίνεται μόνο μεγαλύτερη απώλεια βάρους, αλλά και μεγαλύτερη απώλεια σωματικού λίπους, και ειδικά στην περιφέρεια της μέσης, που σημαίνει και μείωση σπλαχνικού λίπους, που είναι το κακό για τον οργανισμό μας λίπος».
Ορισμένες μελέτες δεν έχουν δείξει ότι η ώρα που τρώει κανείς το φαγητό του έχει επίπτωση το βάρος ανεξάρτητα από τις θερμίδες, ωστόσο έδειξαν ότι προκύπτει μια μεγαλύτερη ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Λιγότερη αντίσταση στην ινσουλίνη σημαίνει μικρότερο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, είπε ο κ. Φαρατζιάν και πρόσθεσε ότι υπάρχουν και άλλες επιδράσεις κυρίως στις αντιφλεγμονώδεις δράσεις του οργανισμού, στο μηχανισμό δηλαδή που έχει το ίδιο το σώμα να μάχεται τις «απειλές» που δέχεται. «Αυτό έχει ως συνέπεια την προστασία της καρδιάς, γενική αντιφλεγμονώδη δράση στο αναπνευστικό σύστημα, καθώς και αντιγηραντικές ιδιότητες».
Η διαλειμματική νηστεία έχει τρεις βασικούς τύπους σύμφωνα με τον κ. Φαρατζιάν.
- Δύο μέρες της εβδομάδας με πολύ λίγες θερμίδες που ακολουθούνται από μέρες φυσιολογικής διατροφής, η διαλειμματική δίαιτα 5:2. επίσης γνωστή και ως δίαιτα των δύο ημερών.
- Σε πιο ακραία μορφή να αφήνει κάποιος μέρες κενές από θερμίδες, δηλαδή να πίνει μόνο υγρά και τις υπόλοιπες μέρες να ακολουθεί την κανονική του διατροφή.
- Η πιο ήπια μορφή διαλειμματικής νηστείας είναι γνωστή ως 16:8, δηλαδή τρώμε σε διάστημα 8 ωρών όλο το φαγητό μας και τις υπόλοιπες 16 ώρες δεν τρώμε τίποτα.
Ο κ. Φαρατζιάν τόνισε ότι τις μέρες ή τις ώρες που κάνουμε νηστεία, ακολουθούμε μία κανονική και όχι υπερφορτωμένη με θερμίδες διατροφή, αν θέλουμε να χάσουμε κιλά.
Ο ίδιος διευκρίνισε ότι για να αποκομίσουμε από τη διαλειμματική νηστεία τα μέγιστα οφέλη, το τελευταίο γεύμα θα πρέπει να γίνεται το αργότερο στις 6 το απόγευμα αλλά μια ακόμα καλύτερη επιλογή είναι στις 4 το μεσημέρι. Και επεσήμανε: «Το να μεταφέρει κάποιος το βραδινό φαγητό μετά τις έξι, φαίνεται ότι δεν έχει αποτέλεσμα σε επίπεδο απώλειας λίπους και ειδικά σπλαχνικού λίπους».