Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Monash ανακάλυψαν ότι το καταστροφικό βακτηριακό superbug Clostridioides difficile (πρώην Clostridium difficile) ή C. diff λεηλατεί το σύστημα επούλωσης των πληγών του ανθρώπου προκειμένου να προκαλέσει σοβαρές και επίμονες ασθένειες. Η μελέτη μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπειών για τη θεραπεία της νόσου.
Το Clostridioides difficile είναι η πιο κοινή νοσοκομειακή νόσος και προκαλεί επίμονες και απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις του εντέρου, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους και σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Είναι το παθογόνο που ενοχοποιείται συχνότερα για τις βακτηριακές λοιμώξεις στα νοσοκομεία. Μία πρόσφατη έκθεση από το CDC των ΗΠΑ, ανέφερε το C. diff ως μία «επείγουσα απειλή».
Η λοίμωξη από C. diff (ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα) εμφανίζεται συνήθως μετά από αντιβιοτική θεραπεία ή μετά από μία νοσηλεία, σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς με κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα. Το 2002, εμφανίστηκε ένα στέλεχος του C. diff που ενοχοποιήθηκε για ορισμένες επιδημίες και προκάλεσε σοβαρότερη νόσηση με φλεγμονή και αυξημένα ποσοστά θανάτου. Το στέλεχος αυτό προσκολλάται ισχυρότερα στο έντερο και παράγει περισσότερες τοξίνες, οι οποίες συνήθως συνεπάγονται εντονότερη συμπτωματολογία. Τα στελέχη του C. diff που δεν προκαλούν επιδημίες σχετίζονται συνήθως με ηπιότερη νόσηση.
Η λοίμωξη είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί και συχνά επαναλαμβάνεται σε ασθενείς ακόμη και αφού τους δοθούν ισχυρά και αντιβιοτικά για πολλούς μήνες. Το C. difficile είναι επίσης εξαιρετικά ανθεκτικό στα αντιβιοτικά, γεγονός που περιπλέκει σημαντικά τη θεραπεία. Η ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα παρουσιάζει συχνές υποτροπές και αυτό καθιστά δύσκολη τη θεραπεία των ασθενών που υποφέρουν από τη νόσο. Το 20% των ασθενών θα παρουσιάσουν εκ νέου διάρροια μετά την αρχική θεραπεία. Ο κίνδυνος μίας νέα υποτροπής είναι ακόμα μεγαλύτερος τις επόμενες εβδομάδες.
Το πλασμινογόνο
Μια ερευνητική ομάδα που εδρεύει στο Monash Biomedicine Discovery Institute (BDI) διαπίστωσε ότι το C. difficile ενεργοποιεί μαζικά ένα ανθρώπινο ένζυμο που ονομάζεται πλασμινογόνο (plasminogen) προκειμένου να καταστρέψει τον εντερικό ιστό και να διαδώσει τη λοίμωξη παντού στον ασθενή. Συνήθως, το πλασμινογόνο και η δραστική του μορφή πλασμίνη, αναπτύσσεται με πολύ ελεγχόμενο τρόπο για να διασπάσει τον ιστό ουλής και να βοηθήσει τις πληγές να επουλωθούν.
“Τα αποτελέσματα ήταν μια τεράστια έκπληξη και αποκάλυψαν ότι η σοβαρή βλάβη που προκλήθηκε στο έντερο από το C. difficile προκλήθηκε στην πραγματικότητα από ένα ανθρώπινο ένζυμο και όχι από μια βακτηριακή τοξίνη”, δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης και ειδική στις μολυσματικές ασθένειες, καθηγήτρια Dena Lyras.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματά τους, οι ερευνητές αποφάσισαν να διερευνήσουν εάν ισχυρά αντισώματα που αναπτύχθηκαν από την ομάδα και ανέστειλαν το σύστημα πλασμινογόνου / πλασμίνης θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της νόσου.
“Βρήκαμε ότι ένα αντίσωμα που εμπόδισε την ενεργοποίηση του πλασμινογόνου καθυστέρησε δραματικά την πρόοδο της μόλυνσης και της βλάβης των ιστών”, δήλωσε η πρώτη συγγραφέας Milena Awad.
Οι ερευνητές στοχεύουν τώρα να εμπορευματοποιήσουν τα αντισώματά τους για να θεραπεύσουν μια σειρά από βακτηριακές και φλεγμονώδεις ασθένειες.
Ένα πλεονέκτημα της στόχευσης μιας ανθρώπινης πρωτεΐνης σε μια μολυσματική ασθένεια είναι ότι η ανθεκτικότητα στη θεραπεία είναι πολύ λιγότερο πιθανό να συμβεί.
“Το αντίσωμα θα μπορούσε να έχει ευρεία χρησιμότητα, δεδομένου ότι το σύστημα πλασμινογόνου / πλασμίνης είναι μη ρυθμισμένο σε μια σειρά διαφορετικών σοβαρών φλεγμονωδών και μολυσματικών ασθενειών. Για παράδειγμα, το σύστημα πλασμινογόνου πιθανότατα είναι ένας οδηγός της καταστροφικής πνευμονικής βλάβης που παρατηρείται στη νόσο COVID-19”, είπε ο καθηγητής βιολογίας James Whisstock.
Αντιβιοτικά και προληπτικά μέτρα
Το C. diff παράγει σπόρους (κύτταρα σε λανθάνουσα μορφή που μπορούν να επιβιώσουν σε αντίξοες συνθήκες για παρατεταμένη διάρκεια) οι οποίοι μολύνουν το περιβάλλον. Οι σπόροι είναι αρκετά ανθεκτικοί, ωστόσο, το προσεκτικό πλύσιμο των χεριών, η απομόνωση των ασθενών που έχουν μολυνθεί με το μικρόβιο και η χρήση καθαριστικών παραγόντων που μπορούν να καταστρέψουν τους σπόρους του C. diff συνιστούν αποτελεσματικούς τρόπους για την πρόληψη της μετάδοσης του βακτηρίου.
Το World Society of Emergency Surgery εξέδωσε νέες οδηγίες το 2019, οι οποίες είχαν εστιάσει στην αντιμετώπιση της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας στους μετεγχειρητικούς ασθενείς. Οι χειρουργικές επεμβάσεις, ιδιαίτερα στο γαστρεντερικός σύστημα, αποτελούν γνωστό παράγοντα κινδύνου για την ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα.
Τα αντιβιοτικά διαταράσσουν τους πληθυσμούς των υγιών μικροβίων του εντέρου (μικροβίωμα), δημιουργώντας έτσι ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη του C. diff. Οι νοσηλευόμενοι ασθενείς είναι αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο, ωστόσο υγιή άτομα που δεν έχουν λάβει αντιβιοτικά και δεν νοσηλεύονται μπορεί επίσης να παρουσιάσουν τη νόσο.
Το 5% του γενικού πληθυσμού και ένα υψηλότερο ποσοστό των νοσηλευομένων ασθενών μπορεί να παρουσιάσουν αποικισμό από βακτήρια του C. diff, χωρίς ωστόσο να εμφανιστούν συμπτώματα. Ο κίνδυνος μετάβασης σε ενεργό λοίμωξη διαφέρει, καθώς υπάρχουν στελέχη του C. diff που δεν παράγουν επιβλαβείς τοξίνες. Οι ασθενείς που έχουν αποικιστεί με ένα στέλεχος του C. diff που δεν παράγει τοξίνες, είναι περισσότερο προστατευμένοι από την ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα.
Τα αντιβιοτικά που χορηγούνται συχνότερα για την αντιμετώπιση της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας είναι η βανκομυκίνη και η φιδαξομικίνη. Σε σοβαρότερα περιστατικά μπορεί να χορηγηθεί επίσης ενδοφλέβια μετρονιδαζόλη.
Σε περίπτωση που έχετε κάποιο προγραμματισμένο χειρουργείο, ρωτήστε τον γιατρό σας ποια αντιβιοτικά μπορείτε να πάρετε για να ελαχιστοποιήσετε τον κίνδυνο λοιμώξεων. Αν διατρέχετε αυξημένο κίνδυνο υποτροπών της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας, συζητήστε με τον γιατρό σας αν χρειάζεται να πάρετε βεζλοτοξουμάμπη. Αυτό το μονοκλωνικό αντίσωμα μειώνει τον κίνδυνο υποτροπών της νόσου.
Υπάρχουν και ένα άλλο μέτρο πρόληψης που μπορείτε να εφαρμόσετε, ανεξαρτήτως αν βρίσκεστε στο νοσοκομείο ή όχι. Περιορίστε την κατανάλωση των αντιόξινων, όπως π.χ. τους αναστολείς αντλίας πρωτονίων.