Λιστέρια και ωμά ψάρια

Το 2018, 701 περιπτώσεις σοβαρής λιστερίωσης κοινοποιήθηκαν στο Robert Koch Institute, στη Γερμανία, το οποίο μεταφράζεται σε 0,8 περιπτώσεις ανά 100.000 κατοίκους. Στις ΗΠΑ, η μέση ετήσια επίπτωση του νοσήματος ανέρχεται σε 5,2 κρούσματα ανά 1.000.000 κατοίκους.

Οι περισσότερες περιπτώσεις λιστερίωσης που αναφέρθηκαν ήταν σοβαρές και σχετίζονταν με δηλητηρίαση αίματος, μηνιγγίτιδα ή αποβολές. Το 2018, η ασθένεια ήταν θανατηφόρα στο 5% των περιπτώσεων. Ηλικιωμένοι, άτομα με εξασθενημένη ανοσολογική άμυνα, έγκυες γυναίκες και νεογέννητα μωρά είναι οι ευάλωτες ομάδες.

Η λιστέρια, ένα ενδοκυτταρικό παράσιτο, μπορεί να βρεθεί σε μια μεγάλη ποικιλία τροφίμων φυτικής και ζωικής προέλευσης. Τα καπνιστά ή κατεψυγμένα ψάρια συχνά μολύνονται και, ως εκ τούτου, μεταδίδουν την ασθένεια. 

Εάν έχετε λιστερίωση, ενδέχεται να εμφανίσετε: πυρετό, μυϊκούς πόνους, ναυτία και διάρροια. Τα συμπτώματα μπορεί να αρχίσουν λίγες ημέρες αφότου έχετε φάει κάποια μολυσμένη τροφή, αλλά μπορεί να περάσουν και δύο μήνες. Αν η λιστερίωση εξαπλωθεί στο νευρικό  σύστημα, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν: πονοκέφαλο, στραβολαίμιασμα, σύγχυση, απώλεια της ισορροπίας και σπασμούς.

«Οι έγκυες γυναίκες, οι ηλικιωμένοι ή εκείνοι με εξασθενημένη ανοσολογική άμυνα πρέπει να τρώνε μόνο ψάρια και θαλασσινά που έχουν θερμανθεί πλήρως», ανέφερε ο καθηγητής Δρ. Andreas Hensel.

Δεν προκαλούν ασθένεια όλα τα στελέχη του βακτηρίου λιστέρια. Από τα 20 είδη που περιγράφονται, μόνο η Listeria monocytogenes (λιστέρια η μονοκυτταρογόνος) είναι σημαντική αιτία μόλυνσης στον άνθρωπο. Οι λοιμώξεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολή, πρόωρο τοκετό ή γέννηση άρρωστου παιδιού.

Η λιστερίωση αναπτύσσεται κυρίως σε άτομα των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα εξασθενεί λόγω γήρατος, προϋπάρχουσας ιατρικής κατάστασης ή λήψης φαρμάκων. Μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση αίματος, εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα, ενδοκαρδίτιδα ή φλεγμονή των αρθρώσεων. Περίπου το 30% των κλινικών περιπτώσεων λαμβάνουν χώρα τις τρεις πρώτες εβδομάδες της ζωής, ενώ στους ενήλικες εμμένουσες λοιμώξεις εμφανίζονται μετά τα 40 έτη. Ασυμπτωματική λοίμωξη μπορεί να έχουν άτομα όλων των ηλικιών. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία οι έγκυες έχουν 13 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν από λιστερίωση σε σχέση με τους υπόλοιπους υγιείς ενήλικες. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της λιστερίωσης περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιβιοτικών.

Η λιστερίωση σχετίζεται με σχετικά υψηλή θνησιμότητα στις ομάδες κινδύνου. Σε υγιή άτομα που δεν ανήκουν σε μια από τις ομάδες κινδύνου, η λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονή του γαστρεντερικού σωλήνα συν πυρετό με μια εξέλιξη που γενικά είναι ήπια.

Το βακτήριο L. monocytogenes είναι ευρέως διαδεδομένο στο περιβάλλον και μπορεί να βρεθεί σε πολλά τρόφιμα. Υψηλά ποσοστά ανίχνευσης βρίσκονται στον κιμά, σε πιάτα ωμού κρέατος και στο νωπό γάλα. Τα μαλακά τυριά που παρασκευάζονται από μη παστεριωμένο γάλα εκτιμάται ότι είναι 50-160 φορές πιο πιθανό να προκαλέσουν μόλυνση από λιστέρια, σε σχέση με όταν γίνονται με παστεριωμένο γάλα.

Πολλά άλλα έτοιμα για κατανάλωση τρόφιμα ζωικής ή φυτικής προέλευσης, τα οποία δεν υπόκεινται σε μικροβιοκτόνο επεξεργασία (π.χ. θέρμανση) μετά την επεξεργασία, μπορεί να περιέχουν L. monocytogenes π.χ. προ-κομμένες σαλάτες και λαχανικά. 

Αυτό συμβαίνει επειδή η λιστέρια μπορεί να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας τροφίμων σε εσοχές που είναι δύσκολο να προσεγγιστούν για τον καθαρισμό και την απολύμανση. Ως αποτέλεσμα, είναι δυνατή η συνεχής είσοδος των μικροβίων κατά την παραγωγή τροφίμων.

Πρέπει επίσης να προσέχετε τα φύτρα λαχανικών διότι χρειάζονται ζεστές και υγρές συνθήκες για να αναπτυχθούν, οι οποίες είναι ιδανικές για την ανάπτυξη βακτηρίων, συμπεριλαμβανομένης της λιστέριας, της σαλμονέλας και του Ε. Coli. Πρέπει να μαγειρεύετε  πολύ καλά όλα τα φύτρα λαχανικών που καταναλώνετε.

Τα ωμά ή καπνιστά προϊόντα ψαριών και θαλασσινά (π.χ. καπνιστός σολομός) συχνά μολύνονται με λιστέρια. Το 7-18% των δειγμάτων καπνιστών ψαριών εξετάστηκαν από τις αρχές παρακολούθησης τροφίμων στη Γερμανία μεταξύ του 2007 και του 2017 και βρέθηκε L. monocytogenes στο 3-9% των δειγμάτων.

Συνοπτικά, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ (Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας) τα ύποπτα τρόφιμα είναι: καπνιστά, βραστά και αλλαντικά αέρος, μαλακά τυριά (όπως κατίκι, ανθότυρο) και ημίσκληρα τυριά, απαστερίωτο γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα που προέρχονται από αυτό, ωμά θαλασσινά (συμπεριλαμβανομένου του σούσι) ή καπνιστό σολωμό, προπαρασκευασμένες ωμές σαλάτες, προμαγειρεμένα προϊόντα κρέατος, που μπορεί να καταναλωθούν χωρίς επιπλέον μαγείρεμα, πατέ, μαλακά παγωτά που δεν είναι συσκευασμένα και ωμοί βλαστοί.

Ακόμη και χαμηλές συγκεντρώσεις λιστέριας είναι επικίνδυνες για τις ομάδες υψηλού κινδύνου, κάτι που μπορεί να συμβεί όταν τα προϊόντα αποθηκεύονται στο σπίτι πάνω από τις θερμοκρασίες που προτείνει ο κατασκευαστής ή όταν τρώγονται μετά την ημερομηνία λήξης. Ο χειρισμός των μολυσμένων προϊόντων κινδυνεύει να μεταφέρει τη λιστέρια σε άλλα τρόφιμα.

Οι ειδικοί προτείνουν κατανάλωση ψαριών κάθε εβδομάδα. Το λιπαρά ψάρια περιέχουν τα μακράς αλύσου ωμέγα-3 λιπαρά οξέα π.χ. εικοσαπεντανοϊκό οξύ (EPA), δοκοσαπεντανοϊκό οξύ (DPA) και δοκοσαεξαενοϊκό οξύ (DHA). Τα άτομα που έχουν αυξημένο κίνδυνο για λιστερίωση δεν πρέπει να αποφεύγουν τα ψάρια, αλλά να τρώνε μόνο ψάρια ή θαλασσινά που έχουν θερμανθεί καλά.

Η λιστέρια μπορεί να εξοντωθεί αξιόπιστα θερμαίνοντας τα τρόφιμα σε θερμοκρασία 70 βαθμών Κελσίου για τουλάχιστον δύο λεπτά. Οι ομάδες κινδύνου πρέπει να απέχουν από την κατανάλωση ωμών και καπνιστών ψαριών ή θαλασσινών.

 

Δείτε επίσης