Υπάρχει η υπόθεση ότι η κατανάλωση πολλών υδατανθράκων και η συνέπειά τους να ανεβάζουν την ινσουλίνη προκαλεί παχυσαρκία. Η ιδέα είναι ότι οι δίαιτες που είναι πλούσιες σε υδατάνθρακες οδηγούν σε υπερβολική έκκριση ινσουλίνης, προάγοντας τη συσσώρευση λίπους και αυξάνοντας την πρόσληψη θερμίδων. Αντίθετα, οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, και άρα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, παρέχουν λιγότερες θερμίδες συνολικά.
Για να ελεγχθεί αυτή η υπόθεση, 20 ενήλικες ηλικίας 29,9 ± 1,4 με δείκτη μάζας σώματος 27,8 ± 1,3 εισήχθησαν ως εσωτερικοί ασθενείς στο National Institutes of Health καταναλώνοντας είτε ελάχιστα επεξεργασμένες φυτικές τροφές με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά (10,3% λιπαρά, 75,2% υδατάνθρακες) είτε ελάχιστα επεξεργασμένες ζωικές τροφές, χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες (75,8% λιπαρά , 10,0% υδατάνθρακες) για δύο εβδομάδες. Και οι δύο δίαιτες περιείχαν περίπου 14% πρωτεΐνες. Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες ακολούθησαν την εναλλακτική δίαιτα για άλλες δύο εβδομάδες. Τα αποτελέσματα μάλλον εκπλήσσουν.
Όταν ακολουθούμε μια δίαιτα με χαμηλά λιπαρά, δηλαδή μια φυτική διατροφή, καταναλώνουμε λιγότερες θερμίδες ημερησίως, αλλά έχουμε υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης στο αίμα μας, σε σύγκριση με μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, η οποία περιέχει περισσότερες ζωικές τροφές.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας μικρής αλλά εξαιρετικά ελεγχόμενης μελέτης που έγινε από ερευνητές του Εθνικού Ινστιτούτου Διαβήτη, Πεπτικών και Νεφρικών Νόσων των ΗΠΑ (NIDDK: National Institute of Diabetes and Digestive and Kidney Diseases.
H μελέτη συνέκρινε τις δύο δίαιτες ως προς την πρόσληψη των θερμίδων, τα επίπεδα ορισμένων ορμονών και το σωματικό βάρος. Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Nature Medicine, διευρύνουν την κατανόηση του πώς ο περιορισμός των υδατανθράκων ή των λιπών μπορεί να επηρεάσει την υγεία.
“Οι τροφές υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά πιστεύεται ότι οδηγούν σε υπερβολική πρόσληψη θερμίδων επειδή έχουν πολλές θερμίδες ανά μπουκιά. Εναλλακτικά, οι τροφές υψηλής περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες διακυμάνσεις της γλυκόζης και της ινσουλίνης στο αίμα, κάτι που μπορεί να αυξήσει την πείνα και να οδηγήσουν σε υπερκατανάλωση τροφής”, δήλωσε ο Kevin Hall, κύριος συγγραφέας της μελέτης. “Η μελέτη μας σχεδιάστηκε για να προσδιορίσει εάν μια δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες ή υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά οδηγεί σε μεγαλύτερη πρόσληψη θερμίδων”.
Οι ερευνητές φιλοξένησαν 20 ενήλικες χωρίς διαβήτη για τέσσερις συνεχείς εβδομάδες στη Μονάδα Μεταβολικής Κλινικής Έρευνας του NIH. Οι συμμετέχοντες, 11 άνδρες και εννέα γυναίκες, ακολούθησαν είτε μια φυτική διατροφή με χαμηλά λιπαρά είτε μια ζωική διατροφή με λίγους υδατάνθρακες για δύο εβδομάδες και στη συνέχεια, αμέσως, την εναλλακτική διατροφή για άλλες δύο εβδομάδες. Και οι δύο διατροφές περιείχαν ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα και είχαν ισοδύναμες ποσότητες μη αμυλούχων λαχανικών. Στους συμμετέχοντες δόθηκαν τρία γεύματα την ημέρα, καθώς και σνακ, και μπορούσαν να φάνε όσο επιθυμούσαν.
Το κύριο αποτέλεσμα ήταν ότι η φυτική δίαιτα οδήγησε σε 550-700 λιγότερες θερμίδες την ημέρα σε σχέση με τη ζωική δίαιτα. Η μελέτη βρήκε ότι η δίαιτα υψηλών υδατανθράκων οδήγησε σε 689 ± 73 θερμίδες λιγότερες από τη δίαιτα υψηλών λιπαρών για δύο εβδομάδες και 544 ± 68 θερμίδες λιγότερες την τελευταία εβδομάδα. Επομένως, η υπόθεση ότι μια δίαιτα υψηλών υδατανθράκων οδηγεί σε περισσότερες θερμίδες δεν επαληθεύτηκε.
Παρά τις μεγάλες διαφορές στην πρόσληψη θερμίδων, οι συμμετέχοντες δεν ανέφεραν διαφορές στην πείνα, την απόλαυση των γευμάτων ή την αίσθηση της πληρότητας. Οι συμμετέχοντες έχασαν βάρος και στις δύο δίαιτες, αλλά μόνο η φυτική διατροφή οδήγησε σε σημαντική απώλεια σωματικού λίπους.
“Παρά την κατανάλωση τροφής με αφθονία υδατανθράκων υψηλού γλυκαιμικού δείκτη που οδήγησε σε έντονες διακυμάνσεις της γλυκόζης στο αίμα και της ινσουλίνης, οι άνθρωποι που κατανάλωναν μια φυτική διατροφή, χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά έδειξαν σημαντική μείωση της πρόσληψης θερμίδων και απώλεια σωματικού λίπους, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα ότι οι δίαιτες υψηλής περιεκτικότηταw σε υδατάνθρακες οδηγούν σε υπερφαγία. Από την άλλη πλευρά, η διατροφή με βάση τα ζωικά τρόφιμα που ήταν χαμηλή σε υδατάνθρακες δεν οδήγησε σε αύξηση του βάρους παρά το γεγονός ότι παρείχε περισσότερες θερμίδες”, δήλωσε ο Hall.
Με άλλα λόγια, η μελέτη αυτή βρήκε κάτι μάλλον περίεργο: ότι η δίαιτα με τις περισσότερες ζωικές τροφές οδήγησε σε περισσότερες θερμίδες αλλά δεν επέφερε αύξηση του βάρους. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι παράγοντες που οδηγούν σε αύξηση βάρους είναι πιο σύνθετοι από την ποσότητα υδατανθράκων ή λίπους στη διατροφή. Από την άλλη μεριά, ένας συμμετέχων αποσύρθηκε λόγω υπογλυκαιμίας κατά τη διάρκεια της δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες.
Το εργαστήριο του Hall έδειξε το 2019 ότι μια δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε επεξεργασμένα τρόφιμα οδήγησε σε υπερκατανάλωση τροφής και αύξηση του βάρους σε σύγκριση με μια ελάχιστα επεξεργασμένη δίαιτα.
Η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων είχε διπλάσιες θερμίδες ανά γραμμάριο τροφής από τη δίαιτα των χαμηλών λιπαρών. Ένα δείπνο χαμηλών λιπαρών μπορεί να αποτελούνταν από ψητές γλυκοπατάτες, ρεβίθια, μπρόκολο και πορτοκάλια, ενώ ένα δείπνο υψηλών λιπαρών μπορεί να αποτελούνταν από βόειο κρέας με ρύζι κουνουπιδιού. Τα άτομα μπορούσαν να φάνε όσο ήθελαν και ό, τι επέλεγαν από τα γεύματα που τους δόθηκαν.
“Είναι ενδιαφέρον ότι τα ευρήματα έδειξαν οφέλη και από τις δύο δίαιτες, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ενώ η φυτική διατροφή βοηθά στη μείωση της όρεξης, η ζωική διατροφή οδήγησε σε χαμηλότερη και πιο σταθερή ινσουλίνη και επίπεδα γλυκόζης”, δήλωσε ο Hall. “Δεν γνωρίζουμε εάν αυτές οι διαφορές διατηρούνται μακροπρόθεσμα”.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η μελέτη δεν είχε σχεδιαστεί να κάνει διατροφικές συστάσεις για απώλεια βάρους και τα αποτελέσματα μπορεί να ήταν διαφορετικά εάν οι συμμετέχοντες προσπαθούσαν ενεργά να χάσουν βάρος. Όλα τα γεύματα προετοιμάστηκαν και παρασχέθηκαν στους συμμετέχοντες σε περιβάλλον εσωτερικών ασθενών. Το αυστηρά ελεγχόμενο κλινικό περιβάλλον εξασφάλισε την αντικειμενική μέτρηση της πρόσληψης τροφής και την ακρίβεια των δεδομένων.
“Για να μας βοηθήσει να επιτύχουμε μια καλή διατροφή, η αυστηρή επιστήμη είναι κρίσιμη και έχει ιδιαίτερη σημασία τώρα, υπό το πρίσμα της πανδημίας της νόσου COVID-19, καθώς στοχεύουμε στον προσδιορισμό στρατηγικών που θα μας βοηθήσουν να παραμείνουμε υγιείς”, δήλωσε ο διευθυντής του NIDDK Griffin P. Rodgers. “Αυτή η μελέτη μας φέρνει πιο κοντά σε απαντήσεις μακροχρόνιων ερωτήσεων σχετικά με το πώς αυτό που τρώμε επηρεάζει την υγεία μας”.